Ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να αγοράσετε αέρα κοπανιστό από τον βασιλικό γάμο. Όπως αναφέρει η περιγραφή του προϊόντος, μπορείτε να το ανοίξετε τη μέρα του γάμου σας, για να μυρίσετε λίγο βασιλικό αέρα κι εσείς οι κοκκινοαίματοι πληβείοι.
http://www.wix.com/wattuk/royalair#!
Saturday, 30 April 2011
"Έφυγε" ο Λάκης Σάντας
Η εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης απεβίωσε το Σάββατο σε ηλικία 89 ετών
Από παλαιότερη εκδηλωση με τον Μανώλη Γλέζο (δεξιά)
Ο Απόστολος Φιλίππου Σάντας γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στη Λευκάδα. Το 1934 η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανώλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. «Ήταν η πρώτη ανάσα της αντίστασης» είπαν στη Βουλή, τιμώντας τον Λάκη Σάντα και το Μανώλη Γλέζο, το Νοέμβριο του 2008. «Δύο δεκαοκτάχρονα που έπαιξαν με την ιστορία, είδαν ένα σύμβολο και αποφάσισαν να γίνουν σύμβολα οι ίδιοι».
Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ και βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε.
Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ' όπου το 1948 στέλνεται στην Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
«Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, 'ανώνυμοι'» έλεγε.
Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, είχε πει: «Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.
» Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.
» Να τι πρέπει να τους κάνωμε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε.
» Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας ».
Η οικογένειά του ευχαριστεί θερμά τον διευθυντή, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας του νοσοκομείου Σωτηρία, που έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να τον σώσουν.
από το Βήμα
Έρχεται νέο διαζύγιο για τον άντρα από την Κοκκινιά;
Μακριά από τη σύζυγο του Άντζελα Γκερέκου και την 10χρονη κόρη του Μαρία, πέρασε τις διακοπές του Πάσχα ο Τόλης Βοσκόπουλος.
Ο μεγάλος ερμηνευτής έμεινε στην Αθήνα για να τελειώσει κάποιες δουλειές και εκκρεμότητες που είχε, ενώ η σύζυγος με την κόρη του πήγαν στην Κέρκυρα.
Αγνώριστος, με παραπανίσια κιλά και εμφανώς ατημέλητος, ο Τόλης Βοσκόπουλος βγήκε από το σπίτι του στη Γλυφάδα σε μια από τις εξαιρετικά σπάνιες εξόδους του, προκειμένου να ψωνίσει φρούτα και λαχανικά από γειτονικό μανάβικο, για τις ημέρες του Πάσχα.
Όπως βλέπετε και στο φωτορεπορτάζ που δημοσιεύει το περιοδικό «Ciao», o μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής είναι εμφανώς προβληματισμένος και σκεφτικός.
Δημοκρατία vs Τραπεζοκρατία
(artwork by Petra Kaster)
Ισλανδία ή Ελλάδα: δημοκρατία ή λογιστική για τραπεζίτες.
Στην Ελλάδα η κρίση ήρθε από τον ιδιωτικό τομέα που λεηλατούσε τον δημόσιο καθώς και τον τελευταίο, αλλά και από τους ιδιώτες επιχειρηματίες που λεηλατούν τις επιχειρήσεις τους. Στην Ισλανδία η κρίση ήρθε, επίσης, από τον ιδιωτικό τομέα, κύρια από τις τράπεζες. και για όλα τα δεινά της κρίσης ευθύνονται αυτές.
Στην Ισλανδία εφαρμόστηκαν οι αρχές της άμεσης δημοκρατίας και οι τράπεζες δεν έλαβαν παρά του μη έχοντος Αντίθετα, στην Ελλάδα οι μόνοι που δεν έχουν πληρώσει ακόμα για την κρίση είναι οι τραπεζίτες.Στην Ελλάδα οι τράπεζες έλαβαν ή πρόκειται συντόμως να λάβουν εγγυήσεις και άμεσες κρατικές ενισχύσεις ύψους 98 δισεκατομμυρίων Ευρώ.
Στις ΗΠΑ, χώρα με οικονομικά μεγέθη εξήντα φορές μεγαλύτερα εκείνα της Ελλάδας, οι τράπεζες που ήταν σε πολύ βαρύτερη κρίση έλαβαν συνολικά 210 δισεκατομμύρια Ευρώ! Υποχρεώθηκαν, μάλιστα, να δεχτούν τον δημόσιο έλεγχο και διοίκηση, ενώ απέδωσαν υψηλότατα έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Συμφώνησαν δε, σε αυστηρότατες διαδικασίες για την επιχειρηματική τους δράση. Αντίθετα στην Ελλάδα οι τράπεζες κάνουν ότι τους αρέσει με τα δημόσια χρήματα.
Ακόμα και την απόφαση της κυβέρνησης, ενοποίησης της Εθνικής Τράπεζας με την Άλφα, την απέτρεψαν μέτοχοι που έχουν βάλει στην τελευταία λιγότερα χρήματα από το ίδιο το Ελληνικό δημόσιο. Το τελευταίο για λόγους αδιευκρίνιστους δεν απέκτησε και δεν άσκησε δικαιώματα που απέρρεαν κανονικά από την χρηματοπιστωτική παρουσία του εντός της Άλφα. Η κυβέρνηση, ακόμα, ικανοποίησε την απαίτηση των τραπεζιτών να καταργήσει τα δικαιώματα συλλογικής σύμβασης των τραπεζοϋπαλλήλων.
Μόλις δε, πριν από λίγες ημέρες ανακοίνωσε ότι θα ιδιωτικοποιήσει το κερδοφόρο τμήμα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που όπως όλοι μας θυμόμαστε ήταν το πρώτο αίτημα που πρόβαλαν οι τραπεζίτες στην Τρόικα.Στην Ελλάδα όλα αποφασίζονται εν κρυπτώ, μακριά από το φως της ημέρας. Ακόμα και υπουργοί δεν γνωρίζουν τι πράττει το στενό οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Δεν δικαιούνται αυτοί και οι βουλευτές να έχουν ουσιαστική γνώμη με πρακτικό αντίκρισμα στις επιλογές της κυβέρνησης. Μπορούν αν θέλουν να «ξεσπούν», αλλά μέχρι εκεί.
Ο ρόλος τους από εκεί και ύστερα περιορίζεται στην επικύρωση αποφάσεων που λαμβάνει μια μικρότατη ομάδα σε συνεννόηση με τα μεγάλα συμφέροντα και τον ξένο παράγοντα – δανειστές. Στην Ελλάδα, δηλαδή, η κυβέρνηση δείχνει να φοβάται τη δημοκρατία. Όχι μόνο δεν κατανοεί ότι η χώρα δεν μπορεί να προωθεί επιλογές που κινούνται ενάντια στην συντριπτική πλειοψηφία του λαού, αλλά δεν είναι σε θέση καν να αξιοποιήσει διαπραγματευτικά το γεγονός ότι η πλειοψηφία του λαού μας εναντιώνεται στα μέτρα που επιβάλλει η Τρόικα. Αντίθετα με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα, στην Ισλανδία λειτούργησε η δημοκρατία. Ως προς τα χρέη των τραπεζών και του δημοσίου πραγματοποιήθηκαν δύο δημοψηφίσματα με τα οποία απορρίφθηκαν οι κυβερνητικές συμφωνίες με τους ξένους δανειστές.Παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον η αλλαγή που έγιναν στους προτεινόμενους όρους δανεισμού της Ισλανδίας, χάρη στη δημοκρατία, από τους δανειστές της.
Η αρχική απαίτηση των δανειστών της Ισλανδίας ήταν τα δάνεια να εξοφληθούν μέχρι το 2024, έχοντας επιτόκιο ύψους 5,5%. Μετά το πρώτο δημοψήφισμα οι δανειστές έκαναν σημαντικές αλλαγές στους όρους συμφωνίας. Τα προτεινόμενα επιτόκια έπεσαν στο 3% (σχεδόν στο μισό) και ο χρόνος προτεινόμενης αποπληρωμής επεκτάθηκε με αφετηρία το 2016 και μέχρι το 2046! Δηλαδή, μέσα σε μια Ημέρα Δημοκρατίας, εκείνη του δημοψηφίσματος, η Ισλανδία κλήθηκε να πληρώσει το χρέος της με το μισό επιτόκιο και με τριπλάσια επιμήκυνση του αρχικού χρονοδιαγράμματος. Οι αλλαγές που θα επέλθουν μετά το δεύτερο δημοψήφισμα βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση. Το σίγουρο είναι ότι η περισσότερη δημοκρατία διευκόλυνε ακόμα και τους όρους δανειοδότησης. Αλλά οι εδώ κυβερνώντες δείχνουν να μην μπορούν να καταλάβουν ούτε καν αυτό.
Του Νίκου Κοτζιά
πηγή: ramnousia
Ο κόσμος το'χει τούμπανο
«Βοήθεια η Ελλάδα πνίγεται»
Δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου αναφέρονται εκ νέου στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Γερμανικά δημοσιεύματα χαρακτηρίζουν αδιανόητη την επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές και αναφέρονται στα επίπεδα ρεκόρ των ελληνικών ομολόγων. Παράλληλα, άλλα δημοσιεύματα τονίζουν την ανάγκη η Ελλάδα να προχωρήσει άμεσα στην αναδιάρθρωση του χρέους της, άποψη που ενστερνίζεται τόσο ο Pieter Korteweg, πρώην σύμβουλος του πρωθυπουργού Rutte, όσο και ο αρθρογράφος του Bloomberg, Matthew Lyn.
«Οι εκκλήσεις των Ελλήνων χάνονται στην αγορά» είναι ο τίτλος δημοσιεύματος των Financial Times Deutschland, που επισημαίνουν πως «ακόμα κι αν οι πολιτικοί και οι κεντρικοί τραπεζίτες εξασκούνται σε συνθήματα περί αντοχής των Ελλήνων, οι περισσότεροι επενδυτές δεν τρέφουν πλέον ελπίδες για την Αθήνα. Η απόδοση, που απαιτούν οι επενδυτές προκειμένου να αγοράσουν διετή ελληνικά ομόλογα, ανήλθε χθες σε επίπεδα άνω του 25%. Μ’ αυτά τα τρομακτικά επιτόκια η αρχικά προγραμματισμένη για τις αρχές του 2012 επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές καθίσταται αδιανόητη προσεχώς».
Σύμφωνα με την Die Welt, οι μετέχοντες στις αγορές εκτιμούν ότι οι υπερχρεωμένες χώρες θα προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση για να μπορέσουν και πάλι να σταθούν στα πόδια τους οικονομικά. «Το ερώτημα που απομένει είναι πότε θα γίνει η αναδιάρθρωση», δηλώνει ο David Owen, ειδικός σε θέματα ομολόγων της επενδυτικής τράπεζας Jefferies». «Οι αγορές αφήνουν την Αθήνα να πέσει», γράφει η Der Tagesspiegel, που χαρακτηρίζει την Ελλάδα «βαρέλι δίχως πάτο», ενώ η La Stampa επισημαίνει πως ο Γιώργος Παπανδρέου κινδυνεύει να αναγκαστεί να επαναλάβει το «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη.
Οι Financial Times χαρακτηρίζουν «αναπόφευκτη» την αναδιάρθρωση του χρέους για την Ελλάδα και η Wall Street Journal Europe υπογραμμίζει πως αυτό που θα πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να παραδεχθεί ότι η αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας είναι καθ’ οδόν αντί να προσπαθεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποτρέψει τον πανικό που έχει δημιουργηθεί μετά και την αναθεώρηση του ελλείμματος του 2010 από την Eurostat.
Από την πλευρά της, η Frankfurter Allgemeine Zeitung σημειώνει πως εάν υπάρξει αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, τότε ο Γερμανός φορολογούμενος θα πληρώσει ένα μεγάλο μέρος του λογαριασμού», αναφέροντας πως «τα ρίσκα από τα παλιά χρέη της Hypo Real Estate παραμένουν». «Μετά την κρατικοποίησή της η εν λόγω τράπεζα μπορεί να μετέφερε τις απαιτήσεις έναντι των ελληνικών ομολόγων στην Εταιρεία υπό Εκκαθάριση που δημιούργησε, αλλά τα ρίσκα σοβαρών απωλειών δεν αποσοβήθηκαν. Επειδή το γερμανικό κράτος είναι ο εγγυητής της Εταιρείας υπό Εκκαθάριση, θα πρέπει σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους να αναλάβει και την εξόφληση του λογαριασμού», σημειώνει η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Η εφημερίδα Les Echos αναφέρει πως ότι η λογική υπαγορεύει να υπάρξει «παραγραφή ενός τμήματος του χρέους» ώστε η προσπάθεια που απαιτείται από την Ελλάδα για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών της να επανέλθει εντός των «ήδη πολύ στενών ορίων του εφικτού».
Εν τω μεταξύ, ο αρθρογράφος του ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg, Matthew Lyn, μιλώντας στο Σκάι, τονίζει πως «τα νούμερα στις διεθνείς αγορές δείχνουν αναδιάρθρωση». «Το γεγονός ότι η κυβέρνηση αρνείται το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης δε σημαίνει ότι δε θα συμβεί τελικά», προσθέτει. Παράλληλα, αναφέρει πως το πρόγραμμα που ακολουθεί η Ελλάδα «δε μπορεί να βάλει την οικονομία σε δρόμο εξυγίανσης που θα της επιτρέψει μετέπειτα να αποπληρώσει το χρέος της». «Το πρόβλημα γίνεται χειρότερο αντί να επιλύνεται. Πολύ απλά είναι αδύνατον να θέσει υπό έλεγχο το δημόσιο χρέος της ακολουθώντας αυτές τις πολιτικές», σημειώνει.
«Βοήθεια η Ελλάδα πνίγεται» αναφέρεται στον τίτλο άρθρου στην εφημερίδα Het Parool. Στο εν λόγω άρθρο σημειώνεται πως ο Pieter Korteweg, πρώην σύμβουλος του πρωθυπουργού της Ολλανδίας, έκανε έκκληση το Σάββατο για παραγραφή ενός μεγάλου μέρους του εθνικού χρέους της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. «Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, έχουν απλά πάρα πολύ χρέος και η αύξηση των δαπανών των επιτοκίων δεν συμψηφίζεται πλέον με τις περικοπές. Ως εκ τούτου, τάσσεται υπέρ της μερικής διαγραφής των χρεών», αναφέρεται στο άρθρο.
Τέλος, σε άρθρο του στην εφημερίδα Financial Times Deutschland, ο Karsten Röbisch σημειώνει πως «η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει την αλήθεια, διαψεύδοντας το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης, όμως οι επενδυτές δεν ξεγελιούνται». «Υπολογίζουν σίγουρα ότι θα γίνει αναδιάρθρωση, όπως δείχνουν οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων», τονίζει.
πηγή: tvxs
Friday, 29 April 2011
Χρωστάμε, χρωστάτε, χρωστάνε.
Χθες έπεσα πάνω σε μια σελίδα του economist στην οποία μπορείς να δεις τα στοιχεία του χρέους κάθε χώρας σε παγκόσμια κλίμακα με τη βοήθεια ενός διαδραστικού χάρτη. Δίπλα στον χάρτη μπορείς να επιλέξεις οποιεσδήποτε τριάδες και να παίξεις το γνωστό αρχετυπικό παιχνίδι της σύγκρισης για το ποιος το έχει πιο μεγάλο (το δημόσιο χρέος, το δημ.χρέος ανά κάτοικο, το δημ.χρέος σαν ποσοστό του Α.Ε.Π., καθώς και την ετήσια μεταβολή του χρέους).
Ενδιαφέρον έχουν οι συγκρίσεις της πτωχής και καθόλου τίμιας Ελλάδας με τα αφεντικά της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, εικ.1),
με την υπερδύναμη και το ευρωπαϊκό παρακλάδι της (usa, uk,εικ.2),
με τους Μεσόγειους (Ιταλία, Ισπανία, εικ.3),
με τις συντρόφισσες (Αργεντινή, Ισλανδία, εικ.4).
Guest Star.....
Surprise!...οι......κάτω-χώρες! (Βέλγιο, Ολλανδία, εικ.5)
Το μεγάλο νούμερο στο πάνω μέρος κάθε εικόνας είναι το παγκόσμιο χρέος που μεγαλώνει μέσα σε λίγα λεπτά όπως φουσκώνει μια φούσκα...
εικόνα 1
εικόνα 2
εικόνα 3
εικόνα 4
εικόνα 5
Wednesday, 27 April 2011
Tuesday, 26 April 2011
Σε λίγες ημέρες θα έχουμε και την Καλή την Πρώτη τη Μαγιά
τα Χρόνια Πολλά και το Χριστός Ανέστη!
Πάντως το "ΚΟΠΗΤΗΠΙΤΑ" του άλλου αλλοδαπού πλασιέ ήταν πιο επιτυχημένο....
Saturday, 23 April 2011
Friday, 22 April 2011
Μυομοιχίδιον 4: «Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν»!
Ναί! «Σήμερον ὁ Ἰούδας… τοῦ πωλουμένου τὴν πραγματείαν ποιεῖται…
Νῦν ἔβαλε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν…»
Ξανὰ ναὶ καὶ τώρα: «Πῶς ὁ προδότης τὸν τρέφοντα λαὸν ἐπώλει;»
Πῶς; Μὲ τὸ «Μνημόνιο» ἐπώλει τὸν τρέφοντα, τὸν τροφοδότη
Ἑλληνικὸ λαό, ὁ προδότης;
«Τὸ συνέδριον τῶν ἀνόμων», ΔΝΤ καὶ εὐρωπαϊκὴ τρόικα, ναί, «τὸ
δεινὸν βουλευτήριον τῶν ἀνόμων», αὐτὸ τὸ προδοτικῆς βλακείας
καὶ ραγιαδισμοῦ βουλευτήριον τῶν ἀνόμων, αὐτὸ τῆς βουλῆς
τῶν «Ἑλλήνων» γραικύλων, ποὺ ὑπερεψήφισε τὸ Μνημόνιο τοῦ
αἴσχους! Γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἀμερικανοευρωπαῖοι τοκογλύφοι τῶν ξένων
τραπεζῶν καὶ τὰ ἐδῶ τσιράκια τους… Τὰ ἅγια τοῖς κυσίν…
Καί, βεβαίως, ὁ τώρα πρωθυπουργός, ὡς ἀκριβὲς ἀντίγραφον, ναί, ὁ
ἐδῶ «Ἰούδας, συνεφώνει τοῖς παρανόμοις»! Ὅλοι μαζί, ΔΝΤ, Τρόικα,
Μνημόνιο, Κυβέρνηση «ἑλληνικὴ» καὶ βουλευτήριον «ἑλληνικόν», ναί,
ὅλο αὐτὸ τὸ ἐξωνημένο ἀρχοντολόι, «συνεφώνει τοῖς παρανόμοις»!!!
«Οἶστρος ἀκολασίας» τῶν «Ἀγορῶν», τῶν ὀσφυοκαμπτῶν καὶ
τῶν «χρησίμων ἠλιθίων», ποὺ τὸ παίζουν δημοσιογράφοι «ἔγκριτοι» καὶ
τεχνοκράτες ἐμπειρογνώμονες...
«Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, Γραμματεῖς τοῦ ΠΑΣΟΚ καὶ Φαρισαῖοι
Νεοδημοκράτες Ὑποκριταί», «Οὐαὶ ὑμῖν», διότι καὶ οἱ δύο τους, τοῦ
δικομματικοῦ ραγιαδισμοῦ, ναί, «φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων»!
«Τί ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου» καὶ δὲν τοὺς στέλνεις στὸν ἀγύριστο,
αὐτοὺς τοὺς δικομματικούς, τοὺς ξεφωνημένους Ἰοῦδες τοῦ Ἑλληνικοῦ
λαοῦ, εἰς τὸ «πῦρ τῆς γεέννης»; Κι αὐτούς, καὶ τὴν σαπιοβουλή τους καὶ
τὶς πισίνες τους καὶ τοὺς πισινούς τους τοὺς ξεπουλημένους;
Ναί! «Ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἐπ’ ἄρτι»! Ἐσχάτη!
Ὅλη ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ λὲς
καὶ ἱερολογεῖται γιὰ νὰ ξεχέσει τοὺς προσκυνημένους τῆς δικομματικῆς
διαφθορᾶς καὶ σαπρίας.
Στὸν Ἄννα, τὸν Καϊάφα, τὸν Ἰούδα, στὸ βουλευτήριον τῶν ἀνόμων
καὶ θεοστυγῶν, λὲς καὶ ξανασυναντᾶς τὸν Σημίτη, τὰ κλεμμένα μὲ
τὸ κακουργηματικὸ κόλπο τοῦ Χρηματιστηρίου, τὸ λεηλατημένο
ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ «Κτηματολόγιο», τὶς μίζες ποὺ ὀρθώνονται ἐπὶ
Πασοκονεοδημοκρατίας, τὰ ὑποβρύχια ποὺ γέρνουν καὶ τὸν
ἑλληνικὸ λαὸ ποὺ γονάτισε… Καί βεβαίως, καὶ ἐγκληματικῶς,
τὸν κάθε «χρήσιμο ἠλίθιο», τὸν δικομματικὸ βολεψάκια βολευτή,
ποὺ «δὲν ἤξερε τί ψήφιζε», ἐπὶ τριακονταετίαν… Οὐαὶ ὑμῖν, ὑποκριταί,
κλεπτομεμαλθακισμένοι… Ξεράσματα, ἐχιδνῶν!
Ἄντε, νὰ δοῦμε, ἄντε νὰ ξανασηκωθοῦμε. Ἴσως, ὅλοι αὐτοὶ οἱ σπινθῆρες,
ποὺ πυροδότησε ὁ Μίκης, ἴσως ἡ πανελλήνια Σπίθα, μαζὶ μὲ τοὺς
Πανέλληνες, ναί, ὅλοι μαζί, «ὀμπρὸς νὰ σηκώσουμε τὸν Ἥλιο πάνω ἀπ’
τὴν Ἑλλάδα», ὅπως τότε, ὅπως πάντα. Καὶ νὰ σβήσουμε τὴ Σιωπή, νὰ
καθαρίσουμε τὴν κόπρον τοῦ Αὐγείου.
Ναί, τοῦ δικομματισμοῦ ἡ κόπρος – στὴν κοπριά! Ἡ βουλὴ τοῦ Αὐγείου
– στὴ χωματερή τους! Κι ἐσύ, λαὲ βασανισμένε, ἐκεῖ, «ἐπὶ πτερύγων
ἀνέμων», γιὰ μιὰ νέα Αὐγή…
Εἴμαστε δυό, εἴμαστε τρεῖς, εἴμαστε χιλιοδεκατρεῖς!
Λαέ, Ἀγών! Ὅπως πάντα, νῦν τέτρωται Ἅδης!!!
Θὰ τοὺς ἀδειάσουμε, τοὺς ἄδειους!
Νῦν ἔβαλε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν…»
Ξανὰ ναὶ καὶ τώρα: «Πῶς ὁ προδότης τὸν τρέφοντα λαὸν ἐπώλει;»
Πῶς; Μὲ τὸ «Μνημόνιο» ἐπώλει τὸν τρέφοντα, τὸν τροφοδότη
Ἑλληνικὸ λαό, ὁ προδότης;
«Τὸ συνέδριον τῶν ἀνόμων», ΔΝΤ καὶ εὐρωπαϊκὴ τρόικα, ναί, «τὸ
δεινὸν βουλευτήριον τῶν ἀνόμων», αὐτὸ τὸ προδοτικῆς βλακείας
καὶ ραγιαδισμοῦ βουλευτήριον τῶν ἀνόμων, αὐτὸ τῆς βουλῆς
τῶν «Ἑλλήνων» γραικύλων, ποὺ ὑπερεψήφισε τὸ Μνημόνιο τοῦ
αἴσχους! Γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἀμερικανοευρωπαῖοι τοκογλύφοι τῶν ξένων
τραπεζῶν καὶ τὰ ἐδῶ τσιράκια τους… Τὰ ἅγια τοῖς κυσίν…
Καί, βεβαίως, ὁ τώρα πρωθυπουργός, ὡς ἀκριβὲς ἀντίγραφον, ναί, ὁ
ἐδῶ «Ἰούδας, συνεφώνει τοῖς παρανόμοις»! Ὅλοι μαζί, ΔΝΤ, Τρόικα,
Μνημόνιο, Κυβέρνηση «ἑλληνικὴ» καὶ βουλευτήριον «ἑλληνικόν», ναί,
ὅλο αὐτὸ τὸ ἐξωνημένο ἀρχοντολόι, «συνεφώνει τοῖς παρανόμοις»!!!
«Οἶστρος ἀκολασίας» τῶν «Ἀγορῶν», τῶν ὀσφυοκαμπτῶν καὶ
τῶν «χρησίμων ἠλιθίων», ποὺ τὸ παίζουν δημοσιογράφοι «ἔγκριτοι» καὶ
τεχνοκράτες ἐμπειρογνώμονες...
«Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, Γραμματεῖς τοῦ ΠΑΣΟΚ καὶ Φαρισαῖοι
Νεοδημοκράτες Ὑποκριταί», «Οὐαὶ ὑμῖν», διότι καὶ οἱ δύο τους, τοῦ
δικομματικοῦ ραγιαδισμοῦ, ναί, «φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων»!
«Τί ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου» καὶ δὲν τοὺς στέλνεις στὸν ἀγύριστο,
αὐτοὺς τοὺς δικομματικούς, τοὺς ξεφωνημένους Ἰοῦδες τοῦ Ἑλληνικοῦ
λαοῦ, εἰς τὸ «πῦρ τῆς γεέννης»; Κι αὐτούς, καὶ τὴν σαπιοβουλή τους καὶ
τὶς πισίνες τους καὶ τοὺς πισινούς τους τοὺς ξεπουλημένους;
Ναί! «Ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἐπ’ ἄρτι»! Ἐσχάτη!
Ὅλη ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ λὲς
καὶ ἱερολογεῖται γιὰ νὰ ξεχέσει τοὺς προσκυνημένους τῆς δικομματικῆς
διαφθορᾶς καὶ σαπρίας.
Στὸν Ἄννα, τὸν Καϊάφα, τὸν Ἰούδα, στὸ βουλευτήριον τῶν ἀνόμων
καὶ θεοστυγῶν, λὲς καὶ ξανασυναντᾶς τὸν Σημίτη, τὰ κλεμμένα μὲ
τὸ κακουργηματικὸ κόλπο τοῦ Χρηματιστηρίου, τὸ λεηλατημένο
ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ «Κτηματολόγιο», τὶς μίζες ποὺ ὀρθώνονται ἐπὶ
Πασοκονεοδημοκρατίας, τὰ ὑποβρύχια ποὺ γέρνουν καὶ τὸν
ἑλληνικὸ λαὸ ποὺ γονάτισε… Καί βεβαίως, καὶ ἐγκληματικῶς,
τὸν κάθε «χρήσιμο ἠλίθιο», τὸν δικομματικὸ βολεψάκια βολευτή,
ποὺ «δὲν ἤξερε τί ψήφιζε», ἐπὶ τριακονταετίαν… Οὐαὶ ὑμῖν, ὑποκριταί,
κλεπτομεμαλθακισμένοι… Ξεράσματα, ἐχιδνῶν!
Ἄντε, νὰ δοῦμε, ἄντε νὰ ξανασηκωθοῦμε. Ἴσως, ὅλοι αὐτοὶ οἱ σπινθῆρες,
ποὺ πυροδότησε ὁ Μίκης, ἴσως ἡ πανελλήνια Σπίθα, μαζὶ μὲ τοὺς
Πανέλληνες, ναί, ὅλοι μαζί, «ὀμπρὸς νὰ σηκώσουμε τὸν Ἥλιο πάνω ἀπ’
τὴν Ἑλλάδα», ὅπως τότε, ὅπως πάντα. Καὶ νὰ σβήσουμε τὴ Σιωπή, νὰ
καθαρίσουμε τὴν κόπρον τοῦ Αὐγείου.
Ναί, τοῦ δικομματισμοῦ ἡ κόπρος – στὴν κοπριά! Ἡ βουλὴ τοῦ Αὐγείου
– στὴ χωματερή τους! Κι ἐσύ, λαὲ βασανισμένε, ἐκεῖ, «ἐπὶ πτερύγων
ἀνέμων», γιὰ μιὰ νέα Αὐγή…
Εἴμαστε δυό, εἴμαστε τρεῖς, εἴμαστε χιλιοδεκατρεῖς!
Λαέ, Ἀγών! Ὅπως πάντα, νῦν τέτρωται Ἅδης!!!
Θὰ τοὺς ἀδειάσουμε, τοὺς ἄδειους!
ΚΩΣΤΑΣ ΖΟΥΡΑΡΙΣ
από το ΠΟΝΤΙΚΙ
Thursday, 21 April 2011
Wednesday, 20 April 2011
Για κάποιους Ελλάδα και για κάποιους Γελάδα....
(artwork by drljevicdarko)
Το αδιέξοδο και τα εγχώρια συμφέροντα
Του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ
Συγγραφέα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 17 Απριλίου 2011
Πολλοί αναρωτιούνται για ποιο λόγο η κυβέρνηση και η τρόικα, μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης και αναλυτές επιμένουν σε μια πολιτική που εξαρχής, ως επίμονα αποδεικνύω, δεν βγάζει από την κρίση, αλλά αντίθετα βυθίζει τη χώρα ακόμα περισσότερο.
Ανεξάρτητα από το αν καταλαβαίνουν, εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Το ερώτημα είναι αν αυτά είναι «μόνο» οι ισχυροί της Ε.Ε. και οι διεθνείς τοκογλύφοι ή μήπως, όπως υποστηρίζω, εξυπηρετούνται και εσωτερικές δυνάμεις; Και τι έχουν να κερδίσουν αυτές οι τελευταίες, όταν παραδίδουν όλα τα πιο πάνω στους ξένους εταίρους τους;
Ολες οι επιλογές της κυβέρνησης, όλες οι απαιτήσεις που διατυπώνονται μέσα από τα μέσα προπαγάνδας του μνημονίου δείχνουν ότι υπάρχουν δυνάμεις στη χώρα που γνωρίζουν ότι το τέλος θα έρθει, αλλά μέχρι να φτάσει αυτό θέλουν να έχουν αλλάξει ριζικά τη χώρα προς όφελός τους, σε βάρος των πραγματικών συμφερόντων της Ελλάδας. Γι' αυτό αδιαφορούν για τη συνεχή υποχώρηση της διεθνούς θέσης της χώρας και τις συνεχείς απώλειες θέσεων ως προς την ΑΟΖ και το Κυπριακό. Επιδιώκουν να παρατείνουν τον χρόνο δέσμευσης της χώρας ακόμα και αν αυτό κοστίζει ακριβά στην ελληνική κοινωνία, κύρια για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν πληρώνουν εκείνοι τον λογαριασμό, αλλά οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ακόμα και αν πέσουν στους κόκκινους αριθμούς οι επιχειρήσεις τους, η απώλεια είναι σχετική, αφού στην Ελλάδα υπάρχουν οι επιχειρηματίες μεγάλων μονάδων, οι οποίοι πλουτίζουν εδώ και χρόνια σε βάρος του Δημοσίου και των ίδιων των επιχειρήσεών τους. Προσπαθούν δε να βγουν οι προσωπικές περιουσίες τους αλώβητες από την κρίση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όσο περισσότερο κρατάει η κρίση, τόσο περισσότερο υπολογίζουν να την αξιοποιήσουν για μια μακρόχρονη ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, στο όνομα της κρίσης, προς όφελός τους, με αλλαγές που θα συμβάλλουν στην παραπέρα ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου.
Ποιο είναι το κεντρικό επιχείρημα παράτασης της διαχείρισης της κρίσης και της λήψης νέων μέτρων; Είναι πολύ απλό: υποστηρίζουν ότι ναι μεν έχει γίνει πρόοδος, αλλά ότι οι αγορές συνεχίζουν να έχουν αμφιβολίες για το εάν η Ελλάδα θα μπορέσει να ελέγξει το χρέος της. Γι' αυτό καλούν όλους, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, μέσα, απλούς πολίτες, να συμπαραταχθούν με μια πολιτική «περισσότερων και επιταχυνόμενων» αλλαγών, με άλλα λόγια πιο αδίστακτης και πιο επίμονης πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας, έτσι ώστε «να πειστούν επιτέλους» και οι αγορές.
Στην πραγματικότητα η εφαρμογή της τρέχουσας πολιτικής είναι αδιέξοδη. Και αυτό το γνωρίζουν οι αγορές. Γι' αυτό παρατάσσονται με τρόπο που να διασφαλίσουν ακόμα περισσότερα κέρδη από το πληγωμένο κορμί της χώρας. Δεν είναι οι «αμφιβολίες των αγορών» που δεν μας βγάζουν από τα αδιέξοδα, αλλά οι πραγματικοί αριθμοί. Η μονόπλευρη λιτότητα. Η άγρια ανακατανομή εισοδημάτων και περιουσιών. Η μειούμενη συνολική ζήτηση και κατά προέκταση η υποκατανάλωση. Η έλλειψη δημόσιων επενδύσεων. Ολα αυτά τα γνωρίζουν οι αγορές και γι' αυτό προτρέπουν αφενός σε περισσότερο αίμα και αφετέρου προειδοποιούν ότι με αυτή την πολιτική η χώρα δεν θα βγει από την κρίση. Ολοι τα γνωρίζουν αυτά, και το οικονομικό επιτελείο. Απλά επικαλούνται τις αγορές προκειμένου να παραλύσουμε και να μην αντιστεκόμαστε σε νέα μέτρα μονόπλευρης λιτότητας.
πηγή: enet
Οι κρίμα της Ιστορίας
Ανάλυσέ τους
Η ηλικία σας κυμαίνετε από 40 μέχρι 55 χρόνων. Είστε όλοι αυτοί που μας έλεγαν οι μανάδες μας να μην γίνουμε ποτέ: Μέτριοι. Μια παρέα από σπασικλάκια, βλαχαδερά και από κολεγιόπαιδα τρίτης κατηγορίας. Θέλατε να ζήσετε το αμερικάνικό σας όνειρο με ροζ δερμάτινη γραβατούλα, με γυαλάκια που θυμίζουν καθηγητάκο της παπαγαλίας ενώ στην παρέα σας οι εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου είναι κάτι μεταξύ μυξοπαρθένας και κομπλεξικής ανέραστης 50αρας (το κομμωτήριο δε σε κάνει γυναίκα, μην ξεμαλλιάζεσαι άδικα).
Είστε οι κρίμα της ιστορίας. Βάλαμε στο τιμόνι της ελπίδας ό,τι χειρότερο μπορούσε να βγάλει η γενιά σας. Σας παρακολουθώ μέρες τώρα. Το στήσιμο του κορμιού σας μαρτυρά ότι δεν παίξατε ποτέ. Δεν ξέρετε να κρατάτε τον κορμό σας ίσιο γιατί ακόμη περιμένετε την φάπα να σας έρθει ξαφνικά στο σβέρκο. Ο πολιτικός σας λόγος προδίδει ότι στην ζωή αυτή μόνο αντιγράφατε τον μάγκα του σχολείου. Σαν να σας βλέπω μπροστά στον καθρέπτη κρυφά να παίρνετε το ύφος του ηγέτη και να λέτε αρλούμπες, από αριστερά και κέντρο, κλεμμένες. Το βλέμμα σας ποτέ δεν κοιτά ευθεία, πάντα γυροφέρνετε τα μάτια σας γιατί ούτε ψεύτες σωστοί δεν μάθατε να είστε. Όταν «στριμώχνεστε» έχετε όλοι την ίδια αντίδραση: σφίγγετε το στόμα και μισοκλείνετε τα μάτια βγάζοντας από το στόμα σας μία άναρθρη κραυγή που προσβάλει τον συνομιλητή σας. Σας έμεινε από το «κάρφωμα» του συμμαθητή στον δάσκαλο. Γλειφτρόνια.
Η παρέα σας έχει και τα βλαχαδερά. Προέρχονται από τον κάμπο και τα βουνά και θα έδιναν και την ψυχή τους στο διάβολο για να φύγουν από την γι’ αυτούς θεωρούμενη μιζέρια. Η μόνη ελπίδα για να φύγουν από τον υποχρεωτικό κάματο ήταν η τοπική οργάνωση στην οποία γίνανε μέλη (για να αποφύγουν το απογευματινό πότισμα στα χωράφια) και μετά νόμισαν ότι με ένα κουστούμι και με ένα καλό πλύσιμο θα μπορούσαν να βγάλουν από πάνω τους την σφραγίδα του «Ντόπιου ελληνικού κρέατος». Η παρέα των σπασίκλων τούς χρησιμοποιεί σε πόστα που παίζουν τον οικείο ρόλο του τσοπανόσκυλου. Γαβγίζουν, μαζεύουν το κοπάδι, δεν δέχονται ξένο στα μέρη τους και κάθονται σούζα στο σφύριγμα του αφεντικού-μαμάκια.
Οι αιώνιοι εχθροί σας δεν είναι κομματικοί. Βρεθήκατε εκεί γιατί ήταν πιο εύκολο να γίνεις «σοσιαλιστής» απ’ ότι δεξιός (δεν είχατε πρόγονο ανάλογο) και απ’ ότι αριστερός (δεν είχατε ανάλογο δείκτη νοημοσύνης). Οι εχθροί σας είναι αυτοί που ξέρουν τι κουμάσια είστε. Δηλαδή, όλοι αυτοί που δεν σας έπαιζαν γιατί το ποδόσφαιρο και το κυνηγητό θέλει πνευμόνια. Οι εχθροί σας είναι ο πραγματικά εργαζόμενος και σκεφτόμενος λαός. Θα χρησιμοποιήσετε για την εξάντλησή του ό,τι κακό σας έχει παραδώσει η Δεξιά και ό,τι πιο άρρωστο θα φτιάξει το μέτριο μυαλό σας. Θα μεταποιήσετε όποιον νόμο θα σας κάνει πιο άτρωτους και θα εκμεταλλευτείτε την σχέση που είχαν οι μέντορές σας με τα ΜΜΕ όσο κανείς άλλος στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Θα γίνετε πάμπλουτοι, πανίσχυροι και παντοδύναμοι. Θα μας ισοπεδώσετε όπως χρόνια τώρα κάνετε από παιδιά στα όνειρά σας. Θα μας φοβίσετε τόσο που θα βρεθούμε σε απόγνωση. Αυτό θα είναι και το πολιτικό σας λάθος. Τα παιδικά τραύματά σας θα σας σπρώξουν να κάνετε αυτό που δεν τολμούσατε να κάνατε για δεκαετίες: Να κλωτσήσετε πισώπλατα τον αρχηγό της γειτονιάς. Και σε αυτή την γειτονιά της μικρής χώρας που τόσο μισείτε, αρχηγός είναι ο καθένας. Θα θυμηθείτε τα νιάτα σας…
πηγή: Simple Man
Monday, 18 April 2011
Πνευματικός Ποιμένας: Η Επταετία που μας ενώνει με τον Πολιτικό Γίγαντα...
Λειτουργία Κυριακής:
«Ο φίλος μου ο Παναγιώτης Ψωμιάδης»
Η περίπτωση του Παναγιώτη Ψωμιάδη, μου θύμισε το παλιό “αναγνωστικό” του δημοτικού σχολείου που έλεγε: “Τον πιστό φίλο εν κινδύνοις γιγνώσκεις”. Και αυτή η περίπτωση είναι χαρακτηριστική, γιατί δίδει τη δυνατότητα στον Π. Ψωμιάδη να γνωρίσει πραγματικά ποιοί είναι οι καλοί και πιστοί του φίλοι. Εν τω προκειμένω, από πλευράς δικαστικής, δεν έχουμε δικαίωμα να υπεισέλθουμε στην ουσία της υπόθεσής του, ούτε γνωρίζουμε λεπτομέρειες. Ομως από την άλλη πλευρά, είναι τεράστιο θέμα ηθικής φύσεως και νοιώθω την ανάγκη αυτό ακριβώς να το μεταφράσω σε προσωπικά αισθήματα: Με τον Π. Ψωμιάδη, ως νομάρχη και ως περιφερειάρχη, γνωριζόμεθα επτά χρόνια. Η συνεργασία μας, τόσο από την πλευρά μας της τοπικής Εκκλησίας όσο και από τη δική του ως εκπροσώπου του κράτους ήταν υποδειγματική και εξυπηρετική για τις ανάγκες όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως κομματικών πεποιθήσεων και άλλων διακρίσεων.
Ειδικά, αυτή τη στιγμή προσωπικά και ηθικά, συμπαρίσταμαι με όλη μου τη ψυχή στην περιπέτειά του και θεωρώ ότι είναι μία ιστορία που θα μπορούσε να είχε προληφθεί. Επί πλέον πιστεύω ότι η κοινωνική συνείδηση των πολιτών του συμπαρίσταται. Ο δοκιμαζόμενος πολιτικός αυτός άνδρας, άλλωστε, είναι απόλυτα συμπαθής. Και έχω την εντύπωση ότι η γενική κατάσταση της ψυχικής διάθεσης των Ελλήνων πολιτών εξαιτίας της μεγάλης περιπέτειας της οικονομικής κρίσης και των σκληρών συνεπειών της, έχει μειώσει τις αντιδράσεις αλληλεγγύης προς τον δοκιμαζόμενο φίλο μας, γεγονός που θα ήταν για εκείνον σημαντική ενίσχυση στον ανηφορικό δρόμο που ήδη έχει αρχίσει να παίρνει. Θέλω να σημειώσω ότι ο κ. Ψωμιάδης, κατά την άποψη μου, είναι ένα γνήσιο πρόσωπο που βγήκε από τα σπλάχνα του λαού και πορεύεται με το λαό. Δεν έχω ακούσει ποτέ το παραμικρό εναντίον του. Άλλωστε, τώρα όλοι μεν λυπούνται για την περιπέτειά του, αλλά οι συνθήκες μειώνουν τη διάθεση των φιλικών εκδηλώσεων.
Θυμάμαι στην επτάχρονη συνεργασία μας την συμπεριφορά του απέναντι στο μεγάλο τοπικό αλλά και εθνικό μας θέμα: Την υπόθεση της Μακεδονίας. Από την πρώτη μέρα και μέχρι σήμερα ο Π. Ψωμιάδης είναι ένας ειλικρινέστατος Έλληνας πατριώτης που δεν είναι διατεθειμένος σε καμιά περίπτωση να νοθεύσει τα πατριωτικά του αισθήματα για την Μακεδονία και την Ελλάδα έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Αυτό το λέω για να τονίσω ότι είναι άνδρας σταθερός και εδραίος στις απόψεις του, κάτι που είχα πολλές ευκαιρίες βέβαια να διαπιστώσω. Ολα αυτά που του συμβαίνουν σήμερα είναι μία ατυχής ιστορία, η οποία όμως βλάπτει όλη την κοινωνική ισορροπία και την ειρήνη του λαού μας. Γι’ αυτό, προσεύχομαι να τον φωτίσει ο Θεός γιατί ξέρω ότι έχει βαθιά εσωτερική πίστη.
Ομως, θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα ότι η περίπτωση Ψωμιάδη μας διδάσκει κάτι σημαντικό, ότι όλοι όσοι ασκούμε υπεύθυνα λειτουργήματα που έχουν συνέπειες στο λαό μας πάντοτε διατρέχουμε τον κίνδυνο, κάπου, χωρίς να το θέλουμε, να παραβούμε τα αυστηρά όρια της νομιμότητας και να πληρώσουμε τις συνέπειες οι οποίες φυσικά δεν θα μας αξίζουν.
Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι εγώ θα συνεχίσω να συνεργάζομαι μαζί του αλλά μέσα από την ψυχή μου εύχομαι να υπάρχει έκβαση στην υπόθεση του που θα τον αναπαύσει.
πηγή: Ροΐδη Εμμονές
Sunday, 17 April 2011
Ανομία
Έχουμε πλέον όλα τα χαρακτηριστικά ενός τριτοκοσμικού μορφώματος, που οι μεγάλοι της Διεθνούς Σκακιέρας ακόμα το θέλουν να υπάρχει επίσημα ως "κράτος", ως "χώρα",
έρμαιο κατά τα άλλα σε συμφέροντα και δράσεις μικρομεσαίων εγχώριων και διεθνών, νταβάδων, κερδοσκόπων, "συμβούλων", μαφιόζων
και στο οποίο ο λαός αντιμετωπίζεται μόνο ως μάζα που πρέπει να πληρώσει (όχι μόνο με τα ευρώ του..) ως μάζα που θέλει συμμόρφωση, "αναδόμηση", στρώσιμο στη δουλειά αλλά και στρώσιμο γενικώς με κλιμακούμενη την Καταστολή....
Σε έναν τόπο που το "Έχω εμπιστοσύνη / στην Ελληνική Δικαιοσύνη" ακούγεται μόνο ως ειρωνεία και το λες δημόσια μόνο για να γλύψεις,
η Βία είναι παντού..
Βία
από τον pitsiriko
Τον Δεκέμβριο του 2008, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή του ΣΚΑΙ από την πλατεία Εξαρχείων με κατοίκους, καταστηματάρχες, αναρχικούς, δασκάλους και άλλους, μια κυρία είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον, στο οποίο, βέβαια, κανείς δεν έδωσε σημασία γιατί το είπε ήρεμα και όχι ουρλιάζοντας.
Αυτή η καλή κυρία –που νομίζω πως ήταν καθηγήτρια αλλά μπορεί να ήταν και απλή νοικοκυρά (δεν το θυμάμαι)- είχε πει πως ένα παιδί που ζει και μεγαλώνει στα Εξάρχεια υφίσταται τόσες ταπεινώσεις από τους αστυνομικούς, ώστε, μέχρι να γίνει 15 ετών, έχει μάθει να μισεί τους αστυνομικούς.
Είχε αναφέρει παραδείγματα με παιδιά που γυρνούσαν από το σχολείο και τα πήγαιναν οι αστυνομικοί κάθε τρεις και λίγο στο τμήμα επειδή δεν τους άρεσαν τα ρούχα τους, τα μαλλιά τους κλπ. Όποιος κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας –και δεν παρακολουθεί τη ζωή από την τηλεόραση- θα έχει παρατηρήσει αρκετές φορές την άθλια συμπεριφορά κάποιων αστυνομικών απέναντι σε έφηβους και έφηβες.
Θυμήθηκα τα λόγια αυτής της κυρίας, όταν, πρόσφατα, περπατούσα με μια φίλη μου σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας και πέσαμε πάνω σε τέσσερις αστυνομικούς που είχαν σταματήσει τρία μικροκαμωμένα παιδιά –δυο αγόρια και ένα κορίτσι- που δεν ήταν πάνω από 15 ετών. Ο ένας αστυνομικός είχε απομονώσει τον ένα νεαρό και του μιλούσε πολύ άγρια – ο πιτσιρικάς ήταν τρομαγμένος, κοιτούσε κάτω και δεν μιλούσε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο κει, έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και κοιτούσα στα μάτια τον αστυνομικό χωρίς να πω λέξη. Σε μισό λεπτό, οι αστυνομικοί άφησαν τα παιδιά να φύγουν. Φύγαμε προς την ίδια κατεύθυνση και ρώτησα τα παιδιά γιατί τα σταμάτησαν. Δεν υπήρχε λόγος – τα σταμάτησαν χωρίς λόγο.
Σε μια από τις συνεντεύξεις που έδωσε το τελευταίο διάστημα ο σκηνοθέτης Αργύρης Παπαδημητρόπουλος –με αφορμή την προβολή της ταινίας «Wasted Youth» που περιγράφει μια ημέρα ενός έφηβου και ενός αστυνομικού- είχε πει πόσο τον βοήθησε στα γυρίσματα η ματιά του άλλου σκηνοθέτη της ταινίας, του Γερμανού Γιάν Φόγκελ. Ο Φόγκελ έρχεται από μια χώρα που τα παιδιά δεν μεγαλώνουν μαθαίνοντας να μισούν τους αστυνομικούς – δηλαδή, το αντίθετο απ’ αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα.
Είναι σίγουρο πως η πολιορκία της Κερατέας από τα ΜΑΤ για πάνω από 4 μήνες δεν θα φύγει καθόλου εύκολα από τη μνήμη των παιδιών της Κερατέας. Η επιλογή της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τα ΜΑΤ –και όχι τον διάλογο- για να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των κατοίκων στη δημιουργία ΧΥΤΑ έχει αποτελέσματα που φαίνονται τώρα και αποτελέσματα που θα φανούν στο μέλλον. Ο τρόπος που θα αντιμετωπίζουν τα σημερινά παιδιά της Κερατέας στο υπόλοιπο της ζωής τους τους αστυνομικούς είναι ένα από αυτά. Και αυτό κανείς δεν μοιάζει να το σκέφτεται.
Όταν τα κυβερνητικά στελέχη δέχονται επιθέσεις, χρησιμοποιούν πάντα ως επιχείρημα το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Από την άλλη, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την Αστυνομία, για να σταματήσει βίαια όποιες άλλες φωνές υπάρχουν. Το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης το έχουν μόνο οι κυβερνώντες και οι ισχυροί– οι υπόλοιποι οφείλουν να υπακούουν στις διαταγές.
Η βία απλώνεται στη χώρα με γρήγορους ρυθμούς και το να την καταδικάζεις φραστικά δεν είναι αρκετό – για την ακρίβεια, είναι ανόητο. Εκτός από τη σωματική βία, υπάρχει η βία της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας, της εξαθλίωσης – ας μετρήσει κάποιος τις αυτοκτονίες.
Επίσης, υπάρχει η λεκτική βία. Το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου ήταν εξαιρετικά βίαιο. Τα συνεχή ψέματα του Παπανδρέου και του Παπακωνσταντίνου είναι βία. Η προσπάθεια επιβολής με το ζόρι της μιας άποψης μέσω των καθεστωτικών ΜΜΕ είναι βία• οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό και όχι ιδιωτικό, για να γίνεται προπαγάνδα – θα πρέπει να ακούγονται όλες οι απόψεις ισότιμα.
Βία είναι και η απόλυτη ατιμωρησία όσων πλούτισαν σε βάρος της χώρας και τώρα κυκλοφορούν ελεύθεροι, συμβουλεύοντας τους πολίτες να κάνουν θυσίες.
Το έγραψα και το ξαναέγραψα πολλούς μήνες πριν πως το μεγάλο πρόβλημα της χώρας δεν είναι η χρεοκοπία. Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι η κατάργηση της Δικαιοσύνης που οδηγεί στην ανομία. Και αυτή η ανομία ξεκινάει από την πλήρη ατιμωρησία των υπευθύνων για τη χρεοκοπία της χώρας. Αν δεν έχει πάει κανένας πολιτικός στη φυλακή –και ούτε καν σε δίκη- για τη χρεοκοπία της χώρας, δεν μπορείς να βάλεις κανέναν πολίτη στη φυλακή. Έχουν όλοι άλλοθι.
Πόσω μάλλον, όταν όχι μόνο κανένας πολιτικός δεν έχει οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη, αλλά συνεχίζουν όλοι να είναι στις θέσεις τους, να δίνουν εντολές και να παίρνουν τους παχυλούς μισθούς τους. Αυτή η ατιμωρησία στέλνει το μήνυμα σε όλους τους πολίτες πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να παραμένουν ατιμώρητοι. Μέχρι να πληρώσουν οι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία, είμαστε όλοι αθώοι για όλες μας τις ενέργειες – και αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο για τις ζωές όλων μας.
Όσο και να γίνεται αφόρητη προπαγάνδα για την ίση ευθύνη των πολιτών στη χρεοκοπία της χώρας, οι χώρες κυβερνώνται από τους πολιτικούς. Οι πολίτες θα αναλάβουν τις ευθύνες τους, όταν οι ηγέτες τους αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες.
Συναντάω κάθε μέρα τη βία στους δρόμους. Τυφλή βία. Και δεν μπορείς να την αγνοήσεις επειδή δεν έτυχε σε εσένα αλλά σε κάποιον πιο άτυχο ή πιο αδύναμο. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να τηλεφωνώ τρεις φορές την ημέρα στη μητέρα μου για να δω αν είναι καλά, αν επέστρεψε σπίτι, αν κλείδωσε και αν έβαλε συναγερμό – θα νομίζει πως είμαι υποχόνδριος.
Η βία δεν αντιμετωπίζεται με τη βία των δυνάμεων καταστολής. Η βία αντιμετωπίζεται με Δικαιοσύνη.
Αυτά είχα να πω. Και ξέρω, βέβαια, πως κανείς δεν θα δώσει σημασία. Όπως δεν είχε δώσει σημασία και στα λόγια της κυρίας στα Εξάρχεια.
Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία
Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα – είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών. Αν εμείς, παρ' όλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπ' όψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας. Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια, όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κ.λπ.) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και –στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά, διά προεδρικού διατάγματος, να το αλλάξουμε– να το λαμβάνουμε υπ' όψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η Αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην «Κοινή Αγορά», στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης, και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια, ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο Δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει έναν διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργούνταν και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεοκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως «το απαράδεκτο μνημόνιο», «το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος», «τάσσομαι κατά του μνημονίου», «να κάνουμε δημοψήφισμα, να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου». Στην πραγματικότητα, σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφ' ενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφ' ετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2009 το Δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δισ. ευρώ (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δισ., άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δισ. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δισ. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δισ. (35-15=20). Με αυτά τα 20 δισ. πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεοκοπούσε. Χρεοκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού Δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που «παράγουμε» ως χώρα το 2010, το 2011 κ.λπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος, σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δισ. ευρώ μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεοκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει – εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεοκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεοκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα είτε με επιμήκυνση είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεολυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δισ. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει γιατί, ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω – και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε το στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να «αποφασίσουμε» δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε – οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο «αποφασίσουμε» έχουν την έννοια ότι η χρεοκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεοκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεοκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν ότι, την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεοκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δισ. δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο) είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πώς θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση, ανάπτυξη μπορεί κατ' αρχάς να έρθει μόνο απ' έξω.
Στη θΑλασσα της αγορΑς
Να προβλέψουμε σήμερα την τύχη του μνημονίου, κατά πόσον δηλαδή θα μας οδηγήσει σε μια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεοκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας μορφής ρύθμιση του χρέους, ρύθμιση που πάλι δεν εξαρτάται από μας αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε αυτή τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να μηδενίσουμε το έλλειμμά μας για να είμαστε έτοιμοι και για τη μία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούμε ως χώρα στο προβλεπτό μέλλον (ας πούμε τις επόμενες μια δυο δεκαετίες), είτε «πετύχει» είτε «αποτύχει» το μνημόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό μέλλον λοιπόν και μετά την «επανάσταση» των δανειστών μας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να μας δανείσει για να χρηματοδοτήσει καινούργια ελλείμματα. Επομένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήματα που θα έχουμε για να ζήσουμε, για να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τις συντάξεις μας και για να πληρώνουμε πίσω τα κουρεμένα ή ακούρευτα τοκοχρεολύσιά μας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουμε και ό,τι μπορούμε να πουλήσουμε, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά έχει καλώς, αν είναι λίγα τόσο το χειρότερο για μας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήμερα ξεκινάμε από τα λίγα, ή μάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή όπου πολλοί άνθρωποι στον δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που έστηναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνοούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία, κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (να τες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε - δεν θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους, κι όποιος δεν τους ακολουθήσει η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου, πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά τον νεοφιλελευθερισμό, αν τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από «ζύμωση» πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν «αριστερό τρόπο παραγωγής», δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς, την κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.
Η ΑριστερΑ στη μεταπολΙτευση
Ποια μπορεί λοιπόν να είναι, ή, πιο σωστά, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί μια αριστερή πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας μας σε αυτό το νέο τοπίο, γι' αυτό που παραπλανητικά (νομίζοντας ότι θα επανέλθουμε στα παλιά) ονομάζουμε έξοδο από την κρίση; Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς σε όσα αναφέραμε κι αν δεν θέλουμε, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα, να βαφτίζουμε διάφορες προτάσεις ως αριστερές για να τις καταναλώνουμε, πρέπει να παραδεχθούμε ότι τους βασικούς οικονομικούς κανόνες για την έξοδο από την κρίση τους υπαγορεύει η αγορά. Με άλλα λόγια και για να μην κοροϊδευόμαστε, δεν υφίσταται αυτό που λέμε αριστερή έξοδος από την κρίση. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καν ρόλος για την Αριστερά στο νέο τοπίο; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να δούμε ποιος ήταν ο ρόλος της Αριστεράς στην προηγούμενη κατάσταση.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, με την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη μία μετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά, του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Μια Αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουμε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι με την έννοια του εαυτού του). Περάσαμε δηλαδή από μια πολιτική Αριστερά σε μιαν οικονομίστικη Αριστερά, από μιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε μιαν Αριστερά που εντός του συστήματος διεκδικεί το ατομικό, το μερικό, μια πιο εγωιστική Αριστερά. Ας το πούμε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ζητάει «οικονομικό αντάλλαγμα» ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστημα. Λέμε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεμονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίμημα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν μέσα σε μιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η μεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από μιαν αντίστοιχη οικονομική διεργασία, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως: το Δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσει το «αντάλλαγμα», αρχίζει να τυπώνει χρήμα αλλά και να δανείζεται χρήμα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωμα, δηλαδή ο πληθωρισμός οδηγεί σε μαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δημιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση του δανεισμού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών δημιουργεί στους Έλληνες μιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται μια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία μπορεί να διεκδικήσει κανείς το μερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. «Δεν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις» έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων, εκφράζοντας με τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο μεταξύ είχε εδραιωθεί όχι μόνο στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουμε (ή δεν κερδίζουμε μόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας μαχητικά μερίδια από τον απέραντο δημόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα δημιουργήσαμε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατομική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, με τη έννοια όχι μόνο του δημόσιου χρήματος ή της δημόσιας γης, αλλά της δημόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονομική συνδρομή του κράτους σε έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα γενικευμένο πλιάτσικο των ατόμων εναντίον της δημόσιας σφαίρας, σε ατομική εδώ και τώρα κατανάλωση της δημόσιας σφαίρας.
Το φαινόμενο, όπως είπαμε, υπερέβη το δημόσιο χρήμα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και με αφορμή δημόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν μέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισμένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι μιας ομάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δημόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για μιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει μια διαμάχη όλων εναντίον όλων με λάφυρο τον δημόσιο χώρο, μια μάχη του ατόμου εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον οι υλικές εκφάνσεις του δημοσίου χώρου (γη, χρήμα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγμα, ως δημοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχομένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχομένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελματική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήματα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήματα, στη δημιουργία ψεύτικων επαγγελματιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισμα χιλιάδων ή εκατομμυρίων επί μέρους ατομικοτήτων και κοινωνικό συμφέρον το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών συμφερόντων. Αλλά όσες ατομικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισμα, αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός του ατομικού, μετασχηματισμός που αυτός και μόνον αυτός δημιουργεί μια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, έναν νέο χώρο, τον δημόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο δημόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατομικό, δεν περιγράφουμε μόνο μιαν υλική λεηλασία, αλλά μια διαδικασία έκλειψης της ίδιας της έννοιας του δημόσιου χώρου. Η οικονομική χρεοκοπία του Δημοσίου που ζούμε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινομένου. Η ανομία –γιατί οι νόμοι δεν είναι κι αυτοί παρά μια συνθήκη συνοχής του δημόσιου χώρου– είναι μια άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαμε, το Δημόσιο είμαστε όλοι εμείς αλλά μετασχηματισμένοι (σαν από έναν καθρέφτη μέσω του οποίου βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της κοινωνίας), ο κατακλυσμός και η καταστροφή του δημόσιου χώρου από την έκρηξη της ατομικότητας περιγράφει απλούστατα μία κατάσταση όπου το άτομο, ο κλάδος και γενικότερα το μερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και μέσω αυτού εναντίον όλων ημών των άλλων μεμονωμένα. Η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει λοιπόν γενικευμένο πόλεμο του καθ' ενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σημερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σημερινής γενιάς εναντίον των επομένων, μια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά μας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σημαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισμού.
Η ιδεολογική αλλά και «αγωνιστική» συμβολή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατομικισμού και την καταστροφή του δημόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασμένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 1980 και έχει καταλήξει σήμερα να είναι προνομιακός –αλλ' όχι μοναδικός1– υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσμού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δημιουργίας χρήματος (και διά του δανεισμού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνομιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δημοσίου χώρου, αλλά με τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεμητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά, ταυτίζοντας το κράτος με το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσμισμένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε με επιμέρους κοινωνικά στρώματα, κλάδους ή άτομα (του δημοσίου τομέα αλλ' όχι μόνο), συμμάχησε με το μερικό εναντίον του γενικού, συμμάχησε με το άτομο εναντίον του κράτους. Γι' αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόμου, το κράτος, ακόμα και εν καιρώ δημοκρατίας, δεν είμαστε όλοι εμείς, δεν είναι καν «δικό τους και δικό μας», είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισμού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικού και του μερικού φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισμός. Ακόμα και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά μας, δεν ανήκουν στους εργαζόμενους, αλλά αντιμετωπίζονται σαν να είναι ξένα, ένας θεσμός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόμου και του ατομικισμού, μόνο για άρμεγμα. Η ταξική πάλη, από πάλη των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε σε πάλη του ατόμου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συμπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόι της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε μια πολύ ωραία και πολύ αριστερή ομιλία - ανάλυση στη συζήτηση για το μνημόνιο στη Βουλή, μόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο με το κράτος. Την ίδια βδομάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δημοσιογράφους: «κι έτσι κι αλλιώς θα μας τα πάρουν». Ποιοι είναι αυτοί; Το Δημόσιο. Ποιοι είμαστε εμείς; Τα άτομα. Τι θα μας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα, «αυτοί» ήταν το κεφάλαιο και «εμείς» οι εργαζόμενοι.
Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικισμού ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε μια περίοδο που, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί τού συλλογικού οράματος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά μπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσημη με την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατομικισμού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το μερτικό της στη σημερινή χρεοκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόμων που αυτή συνεπάγεται. Δεν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της όταν ξεκινούσε τη μεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν μαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόμα και σήμερα, που τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται, καλλιεργώντας τον ατομικισμό, ότι ασκούν πολιτική ζύμωσης για να καταδείξουν στο άτομο ότι το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαμβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατομικιστικών αιτημάτων ως προοίμιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα, όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, μια θέση σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο). Σε πείσμα όμως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειμενικές προθέσεις μας, αλλά από τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουμε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαμε.
Στο νεο τοπιο
Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στο ερώτημα που έχουμε θέσει σχετικά με το ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαμε, ένα πράγμα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων με συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουμε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουμε όσα χρεοκοπήσαμε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά μας δημιουργήματα, είτε μιλάμε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας είτε μιλάμε για τα ταμεία, για τους θεσμούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα για την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά μας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουμε στα πόδια τους, μα μόλις δυο δεκαετίες για να τα γκρεμίσουμε. Το οφείλουμε όμως όχι μόνο στην ιστορία μας, αλλά και στο λαό, στους πιο αδύναμους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσμούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, μόνο που, σήμερα που μιλάμε, έχει ακόμα περισσότερο το κράτος ανάγκη το λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουμε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι μοιρολατρικά μία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλιώς;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουμε και να προτάξουμε το γενικό έναντι του μερικού, το δημόσιο έναντι του ατομικού. Να επανανακαλύψουμε τον κυβερνητισμό, όχι για να κυβερνήσουμε, μα για να γνωρίσουμε και να διαδώσουμε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να μην υπομένουμε απλώς στωικά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατομικισμού) τις κακουχίες που έρχονται, μα να τις συναντήσουμε με πνεύμα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούμε και μειώσεις μισθού, όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει επί ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να μπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους – και για τον εαυτό τους μα και για να συμβάλουν κι αυτοί με την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουμε μέσα από τα μειωμένα έσοδά μας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυμένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονομίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονομικοί τομείς πρέπει μελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, πρέπει να ανασυγκροτήσουμε την παιδεία ως παραγωγική δύναμη (με την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούμε και με την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουμε τον παραγωγισμό, τον οποίο εγκαταλείψαμε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούμε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δημοσίου χρήματος, με επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι «κλέφτες», αλλά και πολλοί υψηλόμισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι μόνο ιδιοποιούνται δημόσιο χρήμα αλλά και, με την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρμοστο κάθε στοιχειώδες μέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Να συμβάλουμε στην ανάδειξη συνδικαλιστών που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, δηλαδή να πολιτικοποιήσουμε τον συνδικαλισμό, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος ανθρώπου-συνδικαλιστή, το οποίο διαλέγεται (άρα είναι και σκεπτόμενο) αντί να συμπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.
Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα μπορούσαμε υπεκφεύγοντας να απαντήσουμε: «πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή». Οφείλουμε ωστόσο και μιαν απάντηση επί της ουσίας. Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι το δρόμο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόμενη αναγκαστική συμπόρευση με τη δεδομένη αυτή κατάσταση, δεν αλλάζει βέβαια τον κόσμο ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία – απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόμιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή μάλλον δημιουργεί, ένα κράτος, με όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό μπορεί να έχει σε καιρό παγκοσμιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας, είπαμε ότι οι οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, μεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή συζήτηση, αν είναι τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τις συνθήκες, ή οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγμένων συνθηκών και ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα με το βαθμό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερμινισμού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόμα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγματοποιείται μέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθημερινά δρουν μέσα στα πράγματα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν με τη δράση τους – αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέμβεις πολιτικά στο πεδίο ορισμού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισμού που, τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, είναι πολιτικά ασχημάτιστο και διαφεύγει από την εμβέλεια της παρέμβασής μας. Στο σχηματισμό, στην πολιτική σχηματοποίηση αυτού του παγκόσμιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέμβασης με την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέμβαση που δημιουργεί πράγματα και αλλάζει πράγματα. Αλλά ακόμα κι αυτή η παρέμβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος με φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουμε έτσι και πάλι στο ζήτημα της ανασυγκρότησής του.
---------------------------------
1 Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 με την οριστική επικράτηση της λαϊκής έναντι της φιλελεύθερης Δεξιάς εντός της νέας Δημοκρατίας, το κόμμα αυτό υιοθετεί πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πασοκικό λαϊκισμό, ιδιαίτερα καθώς την ίδια εποχή το ΠαΣοΚ του Κ. Σημίτη προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να τα εγκαταλείψει. ο λαϊκισμός εξαπλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία εντός της κοινωνίας, χωρίς την επίκληση της οποίας κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές, και είναι πλέον η νέα Δημοκρατία της περιόδου 2004-2009 που εμφορούμενη πλήρως από αυτόν δίνει, απολύτως φυσιολογικά, την τελική και αποφασιστική ώθηση προς τη χρεοκοπία.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια, όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κ.λπ.) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και –στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά, διά προεδρικού διατάγματος, να το αλλάξουμε– να το λαμβάνουμε υπ' όψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η Αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην «Κοινή Αγορά», στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης, και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια, ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο Δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει έναν διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργούνταν και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεοκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως «το απαράδεκτο μνημόνιο», «το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος», «τάσσομαι κατά του μνημονίου», «να κάνουμε δημοψήφισμα, να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου». Στην πραγματικότητα, σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφ' ενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφ' ετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2009 το Δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δισ. ευρώ (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δισ., άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δισ. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δισ. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δισ. (35-15=20). Με αυτά τα 20 δισ. πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεοκοπούσε. Χρεοκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού Δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που «παράγουμε» ως χώρα το 2010, το 2011 κ.λπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος, σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δισ. ευρώ μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεοκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει – εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεοκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεοκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα είτε με επιμήκυνση είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεολυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δισ. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει γιατί, ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω – και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε το στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να «αποφασίσουμε» δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε – οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο «αποφασίσουμε» έχουν την έννοια ότι η χρεοκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεοκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεοκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν ότι, την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεοκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δισ. δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο) είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πώς θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση, ανάπτυξη μπορεί κατ' αρχάς να έρθει μόνο απ' έξω.
Στη θΑλασσα της αγορΑς
Να προβλέψουμε σήμερα την τύχη του μνημονίου, κατά πόσον δηλαδή θα μας οδηγήσει σε μια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεοκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας μορφής ρύθμιση του χρέους, ρύθμιση που πάλι δεν εξαρτάται από μας αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε αυτή τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να μηδενίσουμε το έλλειμμά μας για να είμαστε έτοιμοι και για τη μία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούμε ως χώρα στο προβλεπτό μέλλον (ας πούμε τις επόμενες μια δυο δεκαετίες), είτε «πετύχει» είτε «αποτύχει» το μνημόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό μέλλον λοιπόν και μετά την «επανάσταση» των δανειστών μας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να μας δανείσει για να χρηματοδοτήσει καινούργια ελλείμματα. Επομένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήματα που θα έχουμε για να ζήσουμε, για να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τις συντάξεις μας και για να πληρώνουμε πίσω τα κουρεμένα ή ακούρευτα τοκοχρεολύσιά μας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουμε και ό,τι μπορούμε να πουλήσουμε, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά έχει καλώς, αν είναι λίγα τόσο το χειρότερο για μας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήμερα ξεκινάμε από τα λίγα, ή μάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή όπου πολλοί άνθρωποι στον δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που έστηναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνοούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία, κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (να τες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε - δεν θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους, κι όποιος δεν τους ακολουθήσει η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου, πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά τον νεοφιλελευθερισμό, αν τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από «ζύμωση» πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν «αριστερό τρόπο παραγωγής», δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς, την κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.
Η ΑριστερΑ στη μεταπολΙτευση
Ποια μπορεί λοιπόν να είναι, ή, πιο σωστά, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί μια αριστερή πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας μας σε αυτό το νέο τοπίο, γι' αυτό που παραπλανητικά (νομίζοντας ότι θα επανέλθουμε στα παλιά) ονομάζουμε έξοδο από την κρίση; Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς σε όσα αναφέραμε κι αν δεν θέλουμε, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα, να βαφτίζουμε διάφορες προτάσεις ως αριστερές για να τις καταναλώνουμε, πρέπει να παραδεχθούμε ότι τους βασικούς οικονομικούς κανόνες για την έξοδο από την κρίση τους υπαγορεύει η αγορά. Με άλλα λόγια και για να μην κοροϊδευόμαστε, δεν υφίσταται αυτό που λέμε αριστερή έξοδος από την κρίση. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καν ρόλος για την Αριστερά στο νέο τοπίο; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να δούμε ποιος ήταν ο ρόλος της Αριστεράς στην προηγούμενη κατάσταση.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, με την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη μία μετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά, του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Μια Αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουμε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι με την έννοια του εαυτού του). Περάσαμε δηλαδή από μια πολιτική Αριστερά σε μιαν οικονομίστικη Αριστερά, από μιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε μιαν Αριστερά που εντός του συστήματος διεκδικεί το ατομικό, το μερικό, μια πιο εγωιστική Αριστερά. Ας το πούμε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ζητάει «οικονομικό αντάλλαγμα» ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστημα. Λέμε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεμονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίμημα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν μέσα σε μιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η μεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από μιαν αντίστοιχη οικονομική διεργασία, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως: το Δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσει το «αντάλλαγμα», αρχίζει να τυπώνει χρήμα αλλά και να δανείζεται χρήμα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωμα, δηλαδή ο πληθωρισμός οδηγεί σε μαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δημιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση του δανεισμού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών δημιουργεί στους Έλληνες μιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται μια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία μπορεί να διεκδικήσει κανείς το μερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. «Δεν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις» έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων, εκφράζοντας με τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο μεταξύ είχε εδραιωθεί όχι μόνο στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουμε (ή δεν κερδίζουμε μόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας μαχητικά μερίδια από τον απέραντο δημόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα δημιουργήσαμε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατομική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, με τη έννοια όχι μόνο του δημόσιου χρήματος ή της δημόσιας γης, αλλά της δημόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονομική συνδρομή του κράτους σε έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα γενικευμένο πλιάτσικο των ατόμων εναντίον της δημόσιας σφαίρας, σε ατομική εδώ και τώρα κατανάλωση της δημόσιας σφαίρας.
Το φαινόμενο, όπως είπαμε, υπερέβη το δημόσιο χρήμα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και με αφορμή δημόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν μέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισμένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι μιας ομάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δημόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για μιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει μια διαμάχη όλων εναντίον όλων με λάφυρο τον δημόσιο χώρο, μια μάχη του ατόμου εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον οι υλικές εκφάνσεις του δημοσίου χώρου (γη, χρήμα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγμα, ως δημοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχομένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχομένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελματική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήματα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήματα, στη δημιουργία ψεύτικων επαγγελματιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισμα χιλιάδων ή εκατομμυρίων επί μέρους ατομικοτήτων και κοινωνικό συμφέρον το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών συμφερόντων. Αλλά όσες ατομικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισμα, αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός του ατομικού, μετασχηματισμός που αυτός και μόνον αυτός δημιουργεί μια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, έναν νέο χώρο, τον δημόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο δημόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατομικό, δεν περιγράφουμε μόνο μιαν υλική λεηλασία, αλλά μια διαδικασία έκλειψης της ίδιας της έννοιας του δημόσιου χώρου. Η οικονομική χρεοκοπία του Δημοσίου που ζούμε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινομένου. Η ανομία –γιατί οι νόμοι δεν είναι κι αυτοί παρά μια συνθήκη συνοχής του δημόσιου χώρου– είναι μια άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαμε, το Δημόσιο είμαστε όλοι εμείς αλλά μετασχηματισμένοι (σαν από έναν καθρέφτη μέσω του οποίου βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της κοινωνίας), ο κατακλυσμός και η καταστροφή του δημόσιου χώρου από την έκρηξη της ατομικότητας περιγράφει απλούστατα μία κατάσταση όπου το άτομο, ο κλάδος και γενικότερα το μερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και μέσω αυτού εναντίον όλων ημών των άλλων μεμονωμένα. Η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει λοιπόν γενικευμένο πόλεμο του καθ' ενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σημερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σημερινής γενιάς εναντίον των επομένων, μια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά μας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σημαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισμού.
Η ιδεολογική αλλά και «αγωνιστική» συμβολή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατομικισμού και την καταστροφή του δημόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασμένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 1980 και έχει καταλήξει σήμερα να είναι προνομιακός –αλλ' όχι μοναδικός1– υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσμού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δημιουργίας χρήματος (και διά του δανεισμού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνομιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δημοσίου χώρου, αλλά με τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεμητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά, ταυτίζοντας το κράτος με το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσμισμένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε με επιμέρους κοινωνικά στρώματα, κλάδους ή άτομα (του δημοσίου τομέα αλλ' όχι μόνο), συμμάχησε με το μερικό εναντίον του γενικού, συμμάχησε με το άτομο εναντίον του κράτους. Γι' αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόμου, το κράτος, ακόμα και εν καιρώ δημοκρατίας, δεν είμαστε όλοι εμείς, δεν είναι καν «δικό τους και δικό μας», είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισμού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικού και του μερικού φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισμός. Ακόμα και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά μας, δεν ανήκουν στους εργαζόμενους, αλλά αντιμετωπίζονται σαν να είναι ξένα, ένας θεσμός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόμου και του ατομικισμού, μόνο για άρμεγμα. Η ταξική πάλη, από πάλη των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε σε πάλη του ατόμου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συμπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόι της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε μια πολύ ωραία και πολύ αριστερή ομιλία - ανάλυση στη συζήτηση για το μνημόνιο στη Βουλή, μόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο με το κράτος. Την ίδια βδομάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δημοσιογράφους: «κι έτσι κι αλλιώς θα μας τα πάρουν». Ποιοι είναι αυτοί; Το Δημόσιο. Ποιοι είμαστε εμείς; Τα άτομα. Τι θα μας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα, «αυτοί» ήταν το κεφάλαιο και «εμείς» οι εργαζόμενοι.
Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικισμού ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε μια περίοδο που, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί τού συλλογικού οράματος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά μπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσημη με την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατομικισμού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το μερτικό της στη σημερινή χρεοκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόμων που αυτή συνεπάγεται. Δεν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της όταν ξεκινούσε τη μεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν μαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόμα και σήμερα, που τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται, καλλιεργώντας τον ατομικισμό, ότι ασκούν πολιτική ζύμωσης για να καταδείξουν στο άτομο ότι το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαμβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατομικιστικών αιτημάτων ως προοίμιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα, όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, μια θέση σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο). Σε πείσμα όμως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειμενικές προθέσεις μας, αλλά από τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουμε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαμε.
Στο νεο τοπιο
Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στο ερώτημα που έχουμε θέσει σχετικά με το ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαμε, ένα πράγμα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων με συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουμε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουμε όσα χρεοκοπήσαμε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά μας δημιουργήματα, είτε μιλάμε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας είτε μιλάμε για τα ταμεία, για τους θεσμούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα για την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά μας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουμε στα πόδια τους, μα μόλις δυο δεκαετίες για να τα γκρεμίσουμε. Το οφείλουμε όμως όχι μόνο στην ιστορία μας, αλλά και στο λαό, στους πιο αδύναμους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσμούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, μόνο που, σήμερα που μιλάμε, έχει ακόμα περισσότερο το κράτος ανάγκη το λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουμε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι μοιρολατρικά μία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλιώς;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουμε και να προτάξουμε το γενικό έναντι του μερικού, το δημόσιο έναντι του ατομικού. Να επανανακαλύψουμε τον κυβερνητισμό, όχι για να κυβερνήσουμε, μα για να γνωρίσουμε και να διαδώσουμε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να μην υπομένουμε απλώς στωικά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατομικισμού) τις κακουχίες που έρχονται, μα να τις συναντήσουμε με πνεύμα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούμε και μειώσεις μισθού, όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει επί ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να μπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους – και για τον εαυτό τους μα και για να συμβάλουν κι αυτοί με την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουμε μέσα από τα μειωμένα έσοδά μας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυμένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονομίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονομικοί τομείς πρέπει μελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, πρέπει να ανασυγκροτήσουμε την παιδεία ως παραγωγική δύναμη (με την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούμε και με την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουμε τον παραγωγισμό, τον οποίο εγκαταλείψαμε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούμε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δημοσίου χρήματος, με επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι «κλέφτες», αλλά και πολλοί υψηλόμισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι μόνο ιδιοποιούνται δημόσιο χρήμα αλλά και, με την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρμοστο κάθε στοιχειώδες μέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Να συμβάλουμε στην ανάδειξη συνδικαλιστών που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, δηλαδή να πολιτικοποιήσουμε τον συνδικαλισμό, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος ανθρώπου-συνδικαλιστή, το οποίο διαλέγεται (άρα είναι και σκεπτόμενο) αντί να συμπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.
Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα μπορούσαμε υπεκφεύγοντας να απαντήσουμε: «πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή». Οφείλουμε ωστόσο και μιαν απάντηση επί της ουσίας. Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι το δρόμο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόμενη αναγκαστική συμπόρευση με τη δεδομένη αυτή κατάσταση, δεν αλλάζει βέβαια τον κόσμο ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία – απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόμιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή μάλλον δημιουργεί, ένα κράτος, με όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό μπορεί να έχει σε καιρό παγκοσμιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας, είπαμε ότι οι οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, μεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή συζήτηση, αν είναι τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τις συνθήκες, ή οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγμένων συνθηκών και ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα με το βαθμό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερμινισμού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόμα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγματοποιείται μέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθημερινά δρουν μέσα στα πράγματα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν με τη δράση τους – αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέμβεις πολιτικά στο πεδίο ορισμού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισμού που, τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, είναι πολιτικά ασχημάτιστο και διαφεύγει από την εμβέλεια της παρέμβασής μας. Στο σχηματισμό, στην πολιτική σχηματοποίηση αυτού του παγκόσμιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέμβασης με την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέμβαση που δημιουργεί πράγματα και αλλάζει πράγματα. Αλλά ακόμα κι αυτή η παρέμβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος με φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουμε έτσι και πάλι στο ζήτημα της ανασυγκρότησής του.
---------------------------------
1 Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 με την οριστική επικράτηση της λαϊκής έναντι της φιλελεύθερης Δεξιάς εντός της νέας Δημοκρατίας, το κόμμα αυτό υιοθετεί πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πασοκικό λαϊκισμό, ιδιαίτερα καθώς την ίδια εποχή το ΠαΣοΚ του Κ. Σημίτη προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να τα εγκαταλείψει. ο λαϊκισμός εξαπλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία εντός της κοινωνίας, χωρίς την επίκληση της οποίας κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές, και είναι πλέον η νέα Δημοκρατία της περιόδου 2004-2009 που εμφορούμενη πλήρως από αυτόν δίνει, απολύτως φυσιολογικά, την τελική και αποφασιστική ώθηση προς τη χρεοκοπία.
- Από τους Ορέστη Καλογήρου, Γιώργο Καρρά, Βάσω Κιντή, Μάνο Ματσαγγάνη, Ελίζα Παπαδάκη, Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο
Friday, 15 April 2011
Ο Ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος
Χωριό που φαίνεται..
Η κάτωθι επιστολή των Ανωνύμων είναι ιδιαίτερα light και με ύφος ελάχιστα καταγγελτικό για αυτά που υπονοεί ότι έγιναν. Και έτσι, ασύμβατη με τον εντυπωσιακό και δυστυχώς ακριβή τίτλο της. Περιγράφει όμως έξοχα, απλά και κατανοητά για κάθε καλόπιστο, κάποιους τεχνικούς οικονομικούς όρους όπως τα repos και το short selling. Αυτό είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε όλοι τη σημασία της κίνησης της ΤτΕ τον Οκτώβριο του 2009, που ισοδυναμούσε με καραμπινάτο ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑΣ.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ.
Γι'αυτό και δεν μιλάμε απλά για πολιτικά λάθη αλλά για ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ.
Για όλους αυτούς τους περίεργους μνημονιόφιλους, που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση ακολούθησε τον δυσάρεστο μονόδρομο, ότι πληρώνουμε τα λάθη μας, ότι οι καθεστωτικοί κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν και εν πάση περιπτώσει ό,τι λάθος έγινε ήταν από αδυναμία (οικονομική, γεωπολιτική) και όχι από δόλο, να προσθέσω δύο σημαντικές λεπτομέρειες, που δεν αναφέρουν οι Ανώνυμοι.
Η κίνηση της ΤτΕ να θεσμοθετήσει την΄"πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα" κατάσταση στη δευτερογενή αγορά ομολόγων (που περιγράφεται παρακάτω) έγινε 3,4 ημέρες μετά τις εκλογές και τον θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή μία από τις πρώτες κινήσεις του ΓΑΠ ως πρωθυπουργός αμέσως μετά τα γλέντια για τον θρίαμβο του +10%.....αυτό που τον έκαιγε ρε παιδάκι μου, ήταν να πάρει τηλέφωνο τον Προβόπουλο να προβεί σε αυτή την κίνηση.
Λίγες εβδομάδες μετά νομίζω ήρθαν στην Αθήνα κάποιοι επιτελείς της Goldman Sachs, στη συνέχεια ακολούθησαν αρθρογραφία, υποτιμητικές δηλώσεις, καταστροφολογία, διαδοχικές υποτιμήσεις επενδυτικών οίκων, άνοδο των spreads, οι κερδοσκόποι να κάνουν πάρτυ λόγω της κερκόπορτας που λέγαμε, φαινόμενα χιονοστοιβάδας,"αδιέξοδα" και το πρώτο Μνημόνιο με σος ΔΝΤ.
Η δεύτερη λεπτομέρεια που θέλω να προσθέσω είναι ότι για αυτήν την ύποπτη (εξαιρετικά politically correct χαρακτηρισμός...) κίνηση της ΤτΕ έχουν κάνει επερωτήσεις στον Υπ.Οικονομικών βουλευτές του ΠΑΣΟΚ μεταξύ των οποίων και η Βάσω Παπανδρέου....
Όποιος στα αλήθεια δεν διακρίνει τον δόλο σε όλα αυτά είτε εθελοτυφλεί, είτε απλά είναι τραγικά ηλίθιος.
Το πρελούδιο του ξεπουλήματος του Ελληνικού λαού
Legion Anonymous
Είχαμε υποσχεθεί ότι θα αποκαλύπταμε πώς η Ελλάδα έφτασε να πουληθεί (και μάλιστα για ένα κομμάτι ψωμί) στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και είχαμε ήδη πει ότι τα στοιχεία είναι δημοσίως διαθέσιμα. Αυτό που εμείς κάνουμε είναι να φρεσκάρουμε τη μνήμη των πολιτών της Ελλάδας και, με τις μεταφράσεις μας, να παρέχουμε αυτή την πληροφόρηση και στους εκτός Ελλάδας. Ο Ελληνικός λαός, βλέπετε, συκοφαντήθηκε πολύ συστηματικά από τα ΜΜΕ – οι Έλληνες χαρακτηρίστηκαν τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, παράσιτα που ζουν σε βάρος των άλλων λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα γερμανικά ΜΜΕ (κυρίως οι φυλλάδες Bild και Focus) αποκάλεσαν τους Έλληνες – συλλήβδην – απατεώνες και έσπειραν στη γερμανική κοινωνία ένα απίστευτο μίσος για τους Έλληνες, που λίγο έλειψε να πάρει διαστάσεις ίδιες με το αντισημιτικό μένος που καλλιέργησε το NSDAP.
Η Ελλάδα ξεπουλήθηκε με το διαβόητο Μνημόνιο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και στις επιχειρήσεις (τράπεζες και “αναπτυξιακές” εταιρίες) που εκπροσωπούνται από αυτούς τους δυο φορείς. Για να γίνει αυτό όμως, έπρεπε να προετοιμαστεί το έδαφος. Πώς όμως μπορούσε να γίνει αυτό; Ο καλύτερος τρόπος για να πουληθεί μια χώρα είναι να απαξιωθεί τελείως η οικονομική της αξιοπιστία και φερεγγυότητα. Αυτό είχε ξεκινήσει ήδη από το Γιώργο Αλογοσκούφη που έβαλε τη χώρα σε επιτήρηση για τη “δημιουργική λογιστική” των κυβερνήσεων Σημίτη. Δεν θα αρνηθούμε σε καμία περίπτωση ότι οι κυβερνήσεις Σημίτη ήταν ένοχες – το αντίθετο: ήταν απόλυτα ένοχες και, όπως ανέφερε πολύ σωστά ο οικονομολόγος Max Keiser σε τηλεοπτική του αντιπαράθεση με δυο ημεδαπούς συναδέλφους του της οποίας η υποτιτλισμένη έγινε viral video, δυσαρεστώντας κάποιες επίδοξες βεντέτες της ελληνικής μπλογκόσφαιρας, υπήρξαν ύποπτες κινήσεις σε συνεργασία με τη Goldman Sachs.
Ο Αλογοσκούφης έβαλε την Ελλάδα σε επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να την παραδώσει “εξαγνισμένη” στην επόμενη διακυβέρνηση. Βγαίνοντας η χώρα από την επιτήρηση, ήρθε η νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και παρέδωσε τη χώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πώς όμως; Πώς φτάσαμε από το “λεφτά υπάρχουν” και από τις υποσχέσεις ότι δε θα επιβαρυνθούν άλλο οι ασθενέστεροι πολίτες στη ραγδαία άνοδο της ανεργίας, στην κατάλυση εργασιακών δικαιωμάτων, στη δραματική μείωση των ήδη απαράδεκτα χαμηλών μισθών και συντάξεων;
Θυμηθείτε λίγο τι έγινε με το που εκλέξατε το Γιώργο Παπανδρέου. Αμέσως άρχισε σύσσωμη η κυβέρνηση, με πρώτο απ’όλους το Γιώργο Παπακωνσταντίνου, να κατηγορεί την Ελλάδα ως αναξιόπιστη χώρα. Είναι ποτέ δυνατόν κυβερνητικό στέλεχος οποιασδήποτε χώρας να βγαίνει και να λέει ότι η χώρα του είναι αναξιόπιστη κι ότι δεν πρέπει κανείς να την παίρνει στα σοβαρά; Αν το λες εσύ που κυβερνάς, τι θα πουν οι άλλοι; Καλλιέργησαν λοιπόν Γιώργος Παπανδρέου και Γιώργος Παπακωνσταντίνου με εξαιρετική μεθοδικότητα ένα απόλυτα εχθρικό κλίμα για την Ελλάδα στις διεθνείς χρηματαγορές. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ανέβηκαν δραματικά τα spreads των ελληνικών ομολόγων.
Και σα να μην έφτανε αυτό, όπως αποκάλυψε η εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος“, φροντίσανε μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος να δώσουν προνομιακές δυνατότητες για “naked short selling” των ελληνικών ομολόγων, με αποτέλεσμα μέσα σε μια νύχτα τα spreads να εκτοξευτούν από τις 150 μονάδες βάσης στις 450 (αρχικά) και μετά ν’αρχίσει η μεγάλη ανηφόρα.
Πώς όμως έγιναν όλα αυτά; Τι είναι τα spreads; Τι είναι το short selling; Τι είναι το “naked short selling”; Ο Techiechan σε σχετικό άρθρο του τα εξηγεί πάρα πολύ ωραία και γι’αυτό αναδημοσιεύω:
Repo: Ο Άγγελος έχει ένα 10ετες ομόλογο του ελληνικού δημοσίου που αγόρασε το 2008 και το οποίο κρατά για να σπουδάσει τα παιδιά του. Έρχεται ο Ξερόλας και του λέει. Άγγελέ μου, θέλεις να μου δανείσεις το ομόλογό σου για ένα μήνα? Σου υπόσχομαι πως θα στο επιστρέψω πλυμένο γυαλισμένο και ατόφιο και μάλιστα για τον κόπο σου θα σου δώσω κι ένα μικρό ποσό που θα το συμφωνήσουμε από τώρα (ας πουμε 20ευρώ). Ο Άγγελος συμφωνεί και έτσι το ομόλογο έρχεται στα χέρια του Ξερόλα που για ένα μήνα μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει, φτάνει στο τέλος του μήνα να το επιστρέψει στον Άγγελο μαζί με το ποσό που συμφωνήσανε. Αυτό είναι ένα ρέπο.
Spread: τα ομόλογα, περίπου όπως και οι προθεσμιακές καταθέσεις έχουν ένα επιτόκιο το οποίο καθορίζεται τη στιγμή της έκδοσής τους. Όταν λέμε 5ετές ομόλογο 1000 ευρώ με απόδοση 5%, εννοούμε πως αυτός που θα το αγοράσει για τα επόμενα 5 χρόνια θα βγάζει 50 ευρώ το χρόνο. Το spread είναι η διαφορά του επιτοκίου που πληρώνει ένα κράτος σε σχέση με το επιτόκιο που πληρώνει ένα άλλο κράτος το οποίο θεωρούμε ως βάση. Δηλαδή εάν η γερμανία για το 5ετες ομόλογο πληρώνει σήμερα 3% και η Έλλάδα 5%, τότε το spread είναι 2% ή 200 μονάδες βάσης (πρακτικά 200εκατοστά).
Εδώ δεν θα εξηγήσω κάτι για να μη μακρυγορούμε και μπλεκόμαστε, όχι όμως γιατί είναι δύσκολο να εξηγηθεί: Η τιμή ενός (παλιού) ομολόγου, πέφτει όσο ανεβαίνει το σημερινό επιτόκιό της ίδιας τάξης ομολόγων. Με λίγα λόγια, όταν ανεβαίνουν τα spread στα 5ετη ομόλογα, αυτόματα ο πρώτος χαμένος δεν είναι το δημόσιο, αλλά όλοι όσοι έχουν στα χέρια τους παλιότερα ομόλογα της ίδιας τάξης (δηλαδή 5ετή). Το δημόσιο, ζημιώνεται έμμεσα με δύο τρόπους. Α) από τη μειωμένη αξιοπιστία του (όσοι αγοράζουν τα ομολογά του χάνουν) και Β) όταν ξαναβγεί στην αγορά να εκδόσει καινούργια ομόλογα, επειδή τα ομόλογα αυτά θα έχουν υψηλότερο επιτόκιο.
Short Selling: Ο Ξερόλας με το δανεικό ομόλογο του Άγγελου στα χέρια του, πάει στην αγορά και το πουλάει 1000 ευρω. Περιμένει μερικές μέρες, και η τιμή του ομολόγου πέφτει στην αγορά. Τότε ξανα-αγοράζει ένα ίδιο ομόλογο (10ετες εκδόσεως 2008) με μολις 900 ευρώ. Ο Ξερόλας λοιπόν, πούλησε ένα δανεικό ομόλογο 1000 ευρώ, αγόρασε το ίδιο ομόλογο 900 ευρώ μερικές μέρες αργότερα, και τώρα έχει στα χέρια του ένα ομόλογο ίδιο με αυτό που έχει δανειστεί, συν 100 ευρώ στην τσέπη (1000-900=100). Επιστρέφει στο τέλος του μήνα το ομόλογο στον Άγγελο, του δίνει και τα συμφωνημένα 20 ευρώ από τα 100 που κέρδισε και κρατά τα 80 για τον δικό του κόπο.
Από την παραπάνω διαδικασία, καταλαβαίνουμε πως ο πρώτος χαμένος είναι ο Άγγελος που έχει το ομόλογο στα χέρια του και ο πιο κερδισμένος είναι ο Ξερόλας που κέρδισε από αυτή την πτώση.
Naked Short Selling: Επειδή ο Ξερόλας είναι φύσει άπληστος και θέλει να κερδίσει παραπάνω από τα 100 ευρώ που κέρδισε με την παραπάνω διαδικασία κάνει το εξής. Ενώ έχει δανειστεί από τον Άγγελο μόλις ένα 5ετες ομόλογο αξίας 1000ευρώ, πάει στην αγορά και πουλάει 10 ομόλογα αξίας 1000ευρώ το καθένα. Στην ουσία τα 9 από αυτά τα ομόλογα που πούλησε δεν υπάρχουν, είναι δηλαδή γυμνά (naked). Πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη πρακτική short selling, καθώς δεν μπαίνει κανένα όριο στα πόσα γυμνά ομόλογα μπορεί κάποιος να πουλήσει. Στο απλό short selling, το όριο είναι τα πόσα ομόλογα υπάρχουν διαθέσιμα για πρόχειρο δανεισμό (repo).
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κάποιος να δημιουργήσει μια εικονική υπερπροσφορά ομολόγων στην αγορά και η ίδια αυτή η υπερπροσφορά να ρίξει τις τιμές. Πρακτικά η πτώση των τιμών γίνεται μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία και αυτός που εκτέλεσε την γυμνή πώληση το μόνο που έχει να κάνει, είναι -εκμεταλλευόμενος τον πανικό που δημιούργησε- να αγοράσει αυτά τα 10 ομόλογα πίσω σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές.
Τώρα η Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από μία μακροσκελή και επίτηδες δυσνόητη επιστολή παραδέχθηκε πως η παραπάνω πρακτική (το naked short) ήταν ανεκτή με ένα παραθυράκι που είχε αφήσει και θα εξηγήσουμε αμέσως.
Όταν κάποιος πουλάει ένα ομόλογο στην αγορά (Ηλεκτρονικη Δευτερογενης Αγορα Τίτλων που ανήκει στην ΤτΕ), είναι υποχρεωμένος μέσα σε διάστημα 3 ημερών να το παραδώσει στους διαπραγματευτές, προκειμένου να περιέλθει στα χέρια του αγοραστή. Αυτό είναι το λεγόμενο Τ+3. Υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα, να πουλήσεις ένα ομόλογο σήμερα που δεν διαθέτεις. Αρα χρωστάς στον διαπραγματευτή ένα ομόλογο και πρέπει να το παραδώσεις σε 3 μέρες. Αν το ξανα-αγοράσεις μετά από δύο μέρες από τον ίδιο διαπραγματευτή, τότε ο διαπραγματευτής κάνει τα στραβά μάτια και πρακτικά ακυρώνει το χρέος σου (διότι ένα ομόλογο πουλησες, ένα αγόρασες, το άθροισμα σε ομόλογα είναι μηδέν).
Αυτό πρακτικά είναι μία πράξη naked short selling καθώς την ώρα που πουλούσες το ομόλογο, δεν είχες την υποχρέωση να το διαθέτεις (εστω και δανεικό όπως περιγράψαμε με τα repo).
Επειδή 3 μέρες είναι συνήθως ένα μικρό διάστημα για να αλλάξουν οι τιμές των ομολόγων σε κανονικές συνθήκες, κανείς δεν ασχολείται με το να κάνει naked short selling με αυτόν τον τρόπο. Για να κερδίσεις από μια τέτοια κατάσταση, πρέπει να πέσει αρκετά η τιμή μέσα σε μόλις 3 μέρες.
Η μπαλκονόπορτα της ΤτΕ
Αυτή είναι η κανονική διαδικασία. Όμως σε αυτή τη διαδικασία υπήρχε ένα παραθυράκι που η ΤτΕ είχε αφήσει ανοιχτό. Και αυτό το παραθυράκι ονομαζόταν failed εντολές. Όταν λοιπόν κάποιος πουλάει ένα ομόλογο, πρέπει σε 3 μέρες να το παραδώσει. Εάν δεν το κάνει, τότε η συναλλαγή θεωρείται failed, δηλαδή αποτυχημένη. Αποτυχημένη όμως δεν σημαίνει πως ακυρώνεται, διότι η πώληση έχει γίνει και υπάρχει ένας αγοραστής που περιμένει το ομόλογό του. Άρα στην ουσία η εντολή παραμένει εκκρεμής μέχρι ο πωλητής να φέρει το ομόλογο που έχει υποσχεθεί. Εάν ο πωλητής κάνει τον κινέζο, αυτό μπορεί να παραμείνει μέχρι και για 10 μέρες. Εάν το παρακάνει, τότε ο διαπραγματευτής έχει υποχρέωση να αγοράσει ένα ομόλογο ο ίδιος, να το δώσει στον αγοραστή και να στείλει τον λογαριασμό στον πωλητή. Όμως αυτό συνήθως δεν γίνεται διότι ο πωλητής που κάνει τον κινέζο, ξέρει μέχρι που τον παίρνει.
Με αυτόν τον τρόπο, ένας πωλητής ελληνικών ομολόγων μπορούσε να διατηρεί τη θέση του ανοιχτή για 10και μέρες χωρίς να έχει στα χέρια του το ομόλογο που είχε πουλήσει. Πρακτικά μπορούσε δηλαδή να έχει μια naked short εντολή χωρίς σχεδόν κανείς να τον ελέγχει.
Τον Οκτώβρη του 2009 η ΤτΕ πήρε μία απόφαση να απλοποιήσει ακόμα περισσότερο αυτή τη διαδικασία, διευκολύνοντας θεωρητικά οποιονδήποτε ήθελε να παίξει με αυτό το παραθυράκι. Τώρα, επειδή πιο πάνω εξηγήσαμε πόσο επικίνδυνο και πρακτικά παράνομο παιχνίδι είναι οι naked short εντολές. Εάν το συνδυάσουμε και με τη μπαλκονόπορτα που άνοιξε η ΤτΕ και τα απανωτά δημοσιεύματα για την ελληνική κρίση, καταλαβαίνουμε πως αυτό ήταν μία συνταγή που επέτρεπε σε οποιονδήποτε να εκτελέσει naked short εντολές για τουλάχιστον 10 συνεχείς ημέρες.
Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσο, μέχρι που στις 8 Απρίλη το πράγμα ξεχείλωσε. Τότε, η επιτροπή που ελέγχει τον ΗΔΑΤ αποφάσισε να κλείσει το παράθυρο των failed εντολων με τον εξής απλό τρόπο. Για κάθε εντολή πώλησης, ο πωλητής θα πρέπει να προσκομίζει ένα ρέπο ημέρας αντίστοιχου ομολόγου (ένα δανεικό ομόλογο μίας ημέρας δηλαδή) μέχρι να προσκομίσει το πραγματικό ομόλογο που έχει στα χέρια του.
Πόρισμα πρώτο:
Η ΤτΕ είχε αφήσει ανοικτό ένα πολύ επικίνδυνο παράθυρο στην αγορά ομολόγων. Είτε το έκανε τον Οκτώβρη, είτε πιο πριν, αυτό το παράθυρο είχε τη δυνατότητα σε συνθήκες κρίσης να δημιουργήσει καταστάσεις υποτιμητικής κερδοσκοπίας στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Άρα ο κ.Προβόπουλος είναι απολύτως υπεύθυνος γιαυτό το παράθυρο και θα πρέπει να παραιτηθεί.
Εάν δεν μπορούσε να καταλάβει τις συνέπειες αυτού του παράθυρου, είναι ανίκανος. Εάν ήξερε, τότε είναι συνένοχος και θα πρέπει να μιλήσει με τον εισαγγελέα.
Και ειλικρινά σε τέτοιες θέσεις, και σε τόσο απλές έννοιες σαν αυτές που μόλις εξήγησα, μου φαίνεται απίθανο κάποιος να μην καταλαβαίνει.
Πόρισμα δεύτερο:
Είναι πολύ εύκολο να δούμε εάν η περαιτέρω διευκόλυνση του Οκτώβρη του 2009 είχε κάποιο πραγματικό αντίκτυπο υποτιμητικής κερδοσκοπίας. Δεν χρειάζεται παρά να δούμε σε καθημερινή βάση τις πράξεις και τους όγκους των ομολόγων από τις αρχές του 2009 μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα θα πρέπει να δούμε τις πράξεις και τους όγκους των failed εντολών, του παραθύρου δηλαδή που χρησιμοποιούσαν όλοι όσοι ήθελαν να κάνουν naked short selling. Εάν προκύψει πως ένας ικανός όγκος πράξεων γινόταν fail, τότε πάλι ο εισαγγελέας θα πρέπει να παρέμβει.
Πόρισμα τρίτο:
Για το χάλι της χώρας, ευθυνόμαστε όλοι ως κοινωνία, ως επιχειρήσεις και ως πολιτικό προσωπικό. Για το τεράστιο χρέος μας δεν φταίει κανείς άλλος από εμάς τους ίδιους. Άρα αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε για να δείξει πως κάποιοι κακοί άνθρωποι επιβουλεύονται την ανάδελφη και αθώα Ελλάδα. Αυτό που δείχνει το παραπάνω κείμενο, είναι πως η Ελλάδα, όντας ήδη ο αδύναμος κρίκος του ευρώ, έγινε στόχος υποτιμητικών πιέσεων και σε αυτό συνέβαλαν και οι αποφάσεις της ΤτΕ και άλλων παικτών που δεν είναι σκοπός αυτής της παρουσίασης να αναδείξει.
Πόρισμα τέταρτο:
Δεν υπάρχει ούτε ένας λόγος ακόμα και για έναν άνθρωπο που διαθέτει έστω κι ένα κουλούρι σε αυτή τη χώρα, να θέλει να παίξει με την υποτίμηση των ελληνικών ομολόγων. Επειδή ακούγονται διάφορα, θέλω να πω, πως όλα τα διάφορα που ακούγονται είναι παράλογα. Όχι διότι πχ, είναι αδύνατο κάποιοι να θέλουν τη χώρα να πάει στο ΔΝΤ, αλλά διότι το να παίζεις με τα ομόλογα του δημοσίου προκειμένου να το καταφέρεις, ισοδυναμεί με το να ρίξεις μία πυρηνική βόμβα στο γείτονα επειδή, είχε δυνατά τη μουσική.
Πόρισμα πέμπτο:
Έχουμε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια για πολλά σκάνδαλα και πολλές φούσκες σε όλο τον κόσμο. Παρολαυτά δεν υπάρχει μεγαλύτερη φούσκα και μεγαλύτερο σκάνδαλο από το να παίζεις με τα κρατικά ομόλογα ενός κράτους. Ακόμα και η υπόθεση των δομημένων ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων που είναι τεράστια (ποιες μίζες και άλλες παπάρες), είναι μικρή μπροστά στις συνέπειες που μπορεί να φέρουν η κατάρρευση των ομολόγων ενός κράτους. Πρόκειται ουσιαστικά για το τέλος του παιχνιδιού.
Πόρισμα έκτο:
Είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Πώς σας φαίνεται; Αποκαρδιωτικό; Απαράδεκτο; Κι όμως, αυτό ακριβώς έκανε η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις ευλογίες της κυβέρνησης. Προσθέστε κι όλη την καταστροφολογία – που απευθυνόταν κυρίως προς το εξωτερικό – από όλα τα μέλη της κυβέρνησης και καταλαβαίνετε περίπου τι έγινε. Θα ξαναφέρουμε όλα αυτά τα ζητήματα στην επιφάνεια. Ο Ελληνικός λαός έχει κάθε δικαίωμα να ξέρει πώς και γιατί πουλήθηκε στο ΔΝΤ. Και οι ξένοι αναγνώστες έχουν κι αυτοί δικαίωμα να μάθουν τι παιχνίδι παίχτηκε σε βάρος ενός λαού και γιατί αυτός ο λαός δαιμονοποιήθηκε και συκοφαντήθηκε τόσο πολύ. Γιατί οι αδίστακτοι κερδοσκόποι του ΔΝΤ δε θα διστάσουν αύριο να κάνουν τα ίδια και σ’άλλες χώρες, ευρωπαϊκές ή μη.
.
Είμαστε πολλοί.
Δε συγχωρούμε.
Δεν ξεχνάμε.
πηγή: Ανώνυμοι