Thursday, 7 April 2011
Ο Παναγιώτης βγήκε στην πόλη
«Η μαλακισμένη πάλι μου τα έπρηξε. Γαμώ το μου, δεν θα ξεμπλέξω, δεν θα ησυχάσω ποτέ.» Είμαι ο Παναγιώτης Χ. Παναγιώτης, όχι Τάκης. Για την γυναίκα μου μιλάω. Δε ξέρω τι την πιάνει ώρες ώρες και με τρελαίνει. Με τρελαίνει σου λέω. Μου έρχεται κόλπος, ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου και καμιά φορά σηκώνω και το χέρι. Όπως πριν λίγο. Μπουρ , μπουρ…με άρχισε από το απόγευμα να με λιβανίζει: Ο μεγάλος μας, ο Χρήστος, που δεν του δίνω σημασία, κι έχει γράψει στα αρχίδια του το σχολείο και τρέχει στα internet café, η μικρή που ντύνεται σαν πουτανάκι και γυρνάει ξημερώματα σπίτι. Το καταναλωτικό που δεν πληρώσαμε την τρίτη δόση. Που έχουμε να βγούμε σαν άνθρωποι κι εμείς πάνω από 2 μήνες. Που δεν μιλώ στην μαλακισμένη την πεθερά μου τρυφερά. Χήρα γυναίκα κι έχει ένα μαλλί μπλε κι όλο μου κολλάει για τα πολιτικά. Σε ποιον; Σ` εμένα που έχω αγωνιστεί για τη Δημοκρατία. Και το παίζει μεγαλοκυρία, αυτή που για προίκα έδωσε στην κόρη της το βρακί της και το τριάρι που για να το νομιμοποιήσω φίλησα κατουρημένες ποδιές. Έτσι μπουρ μπουρ όλο το απόγευμα. Εγώ στην αρχή το βούλωσα και ξεφύλλιζα το Φίλαθλο. Αυτή τίποτα, είχε βάλει μπρος το μαγνητόφωνο και συνέχιζε από τη δημιουργία του κόσμου. Θυμόταν τα πάντα. Ακόμα και για τη μαλακία που είχα κάνει με τη συναδέλφισσά μου την Τασία που πέταξε: «Εμ βέβαια, που να ασχοληθείς με το σπίτι. Σε αφήνουν οι πουτάνες που όλη μέρα ταΐζεις και ποτίζεις»; Άφριζα από μέσα μου και της πέταξα ένα άντε γαμήσου. Κι εκεί βέβαια πέταξε την κακία της. «Με ποιον αλήθεια; Ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις πλέον». Εκεί δεν άντεξα. Σήκωσα το χέρι και της άστραψα ένα χαστούκι. Απόμεινε άγαλμα για μια στιγμή. Η συνέχεια, γνωστή. Άνοιξαν οι βρύσες, κλάμα κορόμηλο και χώσιμο στο δωμάτιο. Όλες οι προσπάθειές μου να την ησυχάσω απέτυχαν. Δεν άνοιγε με τίποτα. Ευτυχώς έλειπαν τα παιδιά και η μέγαιρα η πεθερά μου. Κοπάνισα την πόρτα πίσω μου και μπήκα στο Toyota.
Τριγυρνώ μιάμιση ώρα. Οι δρόμοι φίσκα. Σημειωτόν. Έχω καπνίσει 10 τσιγάρα. Πως στο διάολο έφτασα εδώ; Έτσι ήμουν εγώ; Μέτριος μαθητής δεν λέω, αλλά ξύπνιος και ομορφάντρας. Περπάταγα κι έτριζαν οι δρόμοι. Έχουν κλάψει για μένα γυναίκες και γυναίκες. Και στη σχολή μέτριος, αλλά πήρα το πτυχίο στην ώρα του και στο στρατό Λοχίας, μαυροσκούφης. Ωραία χρόνια!! Πούντα τώρα; Έκλεισα τα 47 μου πριν λίγες ημέρες. Γέρασα και πάω. Μέχρι και η φαλάκρα άρχισε να φαίνεται. Πότε πέρασαν τα χρόνια αλήθεια. Σαν χτες δεν ήταν που τρέχαμε όλη τη νύχτα και την ημέρα και δεν καταλαβαίναμε Χριστό!! Τώρα να η πίεση τσιμπημένη, να τα τριγλυκερίδια. Μη φας το ένα, μη φας το άλλο. Μας σακάτεψε το Τσερνόμπιλ. Εγώ αυτό ξέρω. Τίποτα δεν πάει καλά από τότε και μετά. Το Τσερνόμπιλ φταίει!! Οι πούστηδες δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Να τα αρπάξουν μόνο και στο διάολο η υγεία του κοσμάκη. Σαν το μεγαλοπιασμένο το μπατζανάκη μου. Τέλειωσε τη Βιομηχανική με μέσο στα πέντε χρόνια κι έχει γίνει πρώτη φίρμα μέσα σε δέκα χρόνια. Να οι Μερσεντές, να τα ταξιδάκια στα Παρίσια, να τα χρυσαφικά στη κουνιάδα. Αυτά βλέπει η δικιά μου και σκυλιάζει. Αυτή είναι καλύτερη από μένα σου λέει κι εγώ να μην έχω δεύτερο βρακί. Μα τι να κάνω κι εγώ. Είκοσι πέντε χρόνια στην Υπηρεσία, σα σκυλί δουλεύω και προκοπή καμιά. Τούτος τα κατάφερε με τις πλάτες των άλλων και τις κομπίνες. Κι όποτε έρχεται σπίτι αραιά και που, μας ζαλίζει τα αυτιά για τις υποθέσεις που έκλεισε οριστικά με την Εφορεία, με τα τέσσερα κινητά που χτυπάνε σαν λυσσασμένα και τα ακριβά δώρα στα παιδιά. Να στον μεγάλο πήρε στη γιορτή του έναν υπολογιστή. Μου τον ζήταγε ένα χρόνο, μα που λεφτά. Κι ο πούστης τον έφερε με το κουτί και όλα τα συμπράγκαλα και κάθισαν δυο ώρες στο δωμάτιό του για να τον συνδέσουν. Μαγκούφηδες είναι, χωρίς παιδιά, καλές αρπαχτές, του περισσεύουν. Ρε μαλάκα, που πας; Στραβός είσαι. Οι καριόληδες με λάδι τα πήραν τα διπλώματα. Κοίτα τον επιμένει να περάσει. Αμ δε!! Θα φάει τη σκόνη μου, ο πούστης. Έτσι. Τρέχουμε όλη μέρα και δεν μένει τίποτα. Μεροδούλι μεροφάι. Τίποτα στην άκρη. Οι τράπεζες και τα παιδιά ρουφάνε τα πάντα. Και η Μαρία, όλη μέρα στη βιοτεχνία, σούφρωσε. Πού είναι η γκομενάρα με τα μακριά μαύρα μαλλιά που με μια της ματιά με τρέλανε; Ώρες ολόκληρες στο κρεβάτι, εκεί στην γκαρσονιέρα στο Θησείο. Τώρα αραιά και που και σε δέκα λεπτά. Ούτε να ονειρευτούμε δεν προλαβαίνουμε. Και πάχυνε κι έκοψε και τα μαλλιά της ενώ εγώ της φώναζα να τα κρατήσει. Μα δεν με άκουσε. «Γέμισαν ψαλίδα και θέλουν λούσιμο κάθε μέρα. Τα σιχάθηκα». Και γύρισε με ένα καρέ κοντό και μου φάνηκε αλλιώτικη. Σαν ξένη. Τι γίνεται ρε γαμώτη μου, τι συμβαίνει και έχουν κλείσει όλοι οι δρόμοι; Τα κωλόπαιδα πάλι. Κάθε μέρα διαδηλώσεις. Εμ βέβαια με τα λεφτά του μπαμπά επαναστάτες. Σκατάδες είναι. Άσε να μπούνε στην παραγωγή. Στα εργοστάσια και στην Υπηρεσία αν είναι τυχεροί και θα σου πω. Θα το βουλώσουν μια και καλή. Θα αναγκαστούν να μπουν σε σειρά. Όχι όπως τώρα καφεδάκια, γκομενίτσες και καταλήψεις. Και το Κράτος. Μπουρδέλο κι αυτό. Το κυβερνάνε πούστηδες και ξεπουλημένοι στους Αμερικάνους. Αλλάξανε τα βιβλία, καταργήσανε τις ποδιές, ασυδοσία. Ακόμα και οι μπάτσοι σκαρτέψανε. Δεν λειτουργεί τίποτα. Οι Τούρκοι φτάσανε στην Αθήνα, οι Αλβανοί πήρανε όλες τις δουλειές και έχουν διαρρήξει όλο τον κόσμο. Ε. Ρε ένας Παπαδόπουλος που τους χρειάζεται να σφίξουν οι κώλοι. Και το λέω εγώ που είμαι Δημοκράτης τρεις γενιές. Δημοκράτης ναι, αλλά όχι και ασυδοσία ρε παιδιά. Δεν μπορούμε να μαζέψουμε τα παιδιά μας από τους δρόμους. Δεκαπέντε χρονώ παιδί η Νικολέτα και δεν γυρνά πριν τις 3. Η χώρα πάει κατά διαόλου. Κατά διαόλου Κύριε. Έχουν γραμμένους τους νοικοκυραίους. Στο διάολο όλοι τους. Α ρε Γονίδη!! Τραγουδάρες. Όχι αυτές οι μαλακίες οι σημερινές…..Πάλι δεν απαντά στο τηλέφωνο. Τούτη τη φορά το παράκανα. Ίσως θα πρέπει να γυρίσω να την παρηγορήσω. Το παράκανα. Δεν μπορώ να κρατήσω τα νεύρα μου. Λάθος μέγα λάθος. Σαν το συχωρεμένο, άγιος άνθρωπος αλλά αψύς και πάντα με το ζώνη στο χέρι. Τη ζώνη και τις βλαστήμιες. Η κακομοίρα η μάνα μου τον ήξερε και δεν μίλαγε ποτές όταν ήταν στα ντουζένια του. Τις άλλες ώρες τον έκανε ότι ήθελε. Τον είχε ζέψει και δούλευε 20 ώρες να μας αναστήσει. Άλλες εποχές, άλλες γυναίκες. Ήξεραν τη θέση τους και τα γυναικεία κόλπα. Βασίλισσες ήταν. Τώρα έχω τα λεφτά μου σου λέει η άλλη. Είμαι ελεύθερη, ανεξάρτητη, ότι θέλω κάνω. Όχι ότι η δικιά μου είναι τέτοια. Τα μάτια της πάντα χαμηλά και κυρία. Δεν μου έχει δώσει αφορμή. Κυρία. Αλλά κι εγώ πάντα δίπλα της και σε αυτή και στην μάνα της, από τότε που έμεινε χήρα. Κι ας μην έδωσε την προίκα που είχε τάξει. Αλλά η μουρμούρα , μουρμούρα. Και στα παιδιά, δεν μπορώ να πω. Κέρβερος. Αυτή τα διάβαζε, αυτή στα σχολεία τους. Παντού. Και μιλάνε με τις ώρες, ιδίως με την κόρη, σαν φιλενάδες. Ώρες ολόκληρες. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Βαριέμαι και πάω στο δωμάτιό μας και βάζω τη Nova και βλέπω όλα τα ματσάκια άνετα χωρίς γκρίνιες. Μόνο μια φορά έρχεται ενώ ήμουν ξαπλωμένος και τσέκαρα το στοίχημα: « Καλά δεν σε νοιάζει για τα παιδιά σου. Ξέρεις πόσο χρονών είναι; Η μικρή έχει φίλο, μόνιμο κι έχουν σχέσεις». Μου τα ξεφούρνιζε έτσι όλα μαζί. Εγώ το μόνο που κατάλαβα ήταν για το φίλο. «Τι φίλο δηλαδή, γκόμενο;» «Είναι 16άρα πια. Ναι γκόμενο, φίλο πως το λένε. Μη της πεις τίποτα , μου εξομολογήθηκε ότι ολοκλήρωσαν». Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Το δικό μου το κοριτσάκι σχέσεις, ολοκληρωμένες. Και να μην ξέρω καν ποιος είναι. Δεν είπα κουβέντα. Μα από τότε κάτι άλλαξε. Την έβλεπα σαν ξένη, σαν κάποια άλλη. Και δεν την ξανάβαλα ποτέ πια στα γόνατά μου σαν πρώτα. Ποτέ. Ο μεγάλος είναι αλλιώς. Κλειστός σαν στρείδι, με τα ακουστικά μόνιμα στα αυτιά. Και σε μια οθόνη μπροστά. Ούτε ξέρω αν έχει καν γκόμενα. Εγώ στην ηλικία του είχα αφήσει όνομα στο χωριό. Τώρα τα αγοράκια γίνανε κυριλέδες και μη μου άπτου. Ούτε καν κομμουνιστής δεν έγινε. Να συνεχίσει την αγωνιστική παράδοση της οικογένειάς του. Με κάτι αυτόνομους βουτυρομπεμπέδες τρέχει σε συναυλίες και σε κάτι forum. Κουράστηκα. Πήγε μεσάνυχτα. Θα γυρίσω κι αύριο μέρα είναι. Θα της ζητήσω συγγνώμη. Θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Θα πρέπει να βάλω νερό στο κρασί μου. Και με τα παιδιά. Τι, αίμα μου είναι. Θα τα βρω. Να μιλήσουμε επιτέλους…… Μα τι κάνει τούτος; Έτσι τρώνε τα μούτρα τους οι μηχανόβιοι. Χώνονται παντού και μετά…αίμα στην άσφαλτο σου λέει ο άλλος. Γαμώ το Χριστό του βόμβα είναι; Μολότοφ!! Πετάνε μολότοφ στην Τράπεζα. Ντεραπάρισε. Χριστέ μου πέσανε στην κολώνα. Καλά είναι τελειωμένα. Τελειώσανε τα μαλακισμένα που θέλανε και μολότοφ. Μα….τούτος…όχι όχι, δεν είναι αλήθεια. Αυτός είναι ο Χρήστος. Θεέ μου ο Χρήστος μου, σηκώνεται. Να τον πάρω από δω πριν πλακώσουν οι μπάτσοι. «Έλα, έλα έμπα μέσα. Ο πατέρας σου είμαι. Έλα μέσα δεν έγινε τίποτα. Άσε τον άλλο, θάρθουν τα περιπολικά και οι μπάτσοι. Δεν προλαβαίνουμε να τον πάρουμε. Έλα ρε παιδάκι μου σου λέω». Στο διάολο …δεν έρχεται. Θα σταματήσω. Γαμώτο αιμορραγεί……»Έτσι σήκωσέ του το κεφάλι απαλά. Να δίπλωσε το πουκάμισο μου γύρω από το κεφάλι του, απαλά, απαλά……..στο διάολο, να πάνε όλοι, οι πούστηδες….θα τον σώσουμε μη φοβάσαι….εγώ είμαι εδώ, εγώ…..μη φοβάσαι. Καλά τους κάνατε. Φωτιά θέλουν. Που μας κατάντησαν έτσι. Φωτιά να καούν όλοι τους, Χρήστο μου»!!
τού Νίκου Μεντζίνη
No comments:
Post a Comment