Sunday 6 December 2020

Το καθεστώς της ντροπής και της κατάντιας


Καταγγελία απο τον Γιώργο Θαλάσση, πρώην Γυμνασιάρχη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, που όταν πήγε να αφήσει ένα λουλούδι στο μνημείο, τον εμπόδισαν και τον απείλησαν με προσαγωγή. Από την σελίδα του στο Facebook

Thursday 3 December 2020

τα παιδιά της γαλαρίας

Μάνος Χατζιδάκις: «Τα Δεκεμβριανά ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας»

Ένα επίκαιρο απόσπασμα από του Μάνου Χατζιδάκι που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Τέταρτο» (τεύχος 3, Ιούλιος 1985). Η περίοδος που ονομάζουμε «Δεκεμβριανά» ξεκίνησε σαν σήμερα στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος.

«Τα παιδιά της γαλαρίας» είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά. Εκείνα της ταινίας υπήρξαν θεατές από ψηλά, από την πιο φτηνή θέση, «εγκλημάτων» που διαδραματιζόταν στη σκηνή του θεάτρου. Τα δικά μας υπήρξαν και αυτά θεατές από ψηλά κι από την πιο ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονταν στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν’ αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο.

Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα. Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.

Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου.

Είναι τρισάθλια αντίληψη πως όλα τα παιδιά της γαλαρίας υπήρξαν οπαδοί του Ζαχαριάδη και του Μάρκου. Ακόμα κι αυτοί που ήσαν οπαδοί, απείχαν χιλιάδες μίλια μακριά απ’ τους γελοίους νεολαίους της σημερινής ΚΝΕ. Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήσαν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλοι με τον φασισμό στο ‘να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν «πατριώτες» με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου.

Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα.

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δοσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγα κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά).

Όχι, η εθνική αντίσταση δεν ήταν έργο των κομουνιστών ούτε των εξ Αιγύπτου εθνικοφρόνων. Ανάμεσα στους δυο αυτούς μοιραίους πόλους βρίσκεται μια Ελλάδα που ονειρεύεται και άπειρες φορές προδομένη τραυματίζεται θανάσιμα. Και τότες ξεσπά – δεν έχει σημασία κάτω από ποια σημαία. Και είτε νικά είτε νικιέται εκφράζει απελπισία κι αγανάκτηση».