Wednesday 19 December 2012

Κάποιος να την ημερεύει


Τα κουκιά του αποχαιρετισμού
December 17, 2012

Γιάννης Μακριδάκης

Σήμερα ο μαστρο Νικόλας μού παράδωσε το περιβόλι του. Δεν την είχαμε προγραμματισμένη τη συνάντησή μας, αλλά κι οι δυο, όπως φάνηκε, νιώσαμε την ίδια ανάγκη πρωί πρωί. Να πάμε στο περιβόλι. Ο ένας για να το υποδεχτεί στη ζωή του κι ο άλλος για να το αποχαιρετίσει.

Έφτασα πρώτος και καθώς έκανα κάποιες ψιλοδουλειές, άκουσα το τρακτεράκι του να πλησιάζει. Βγήκα από τη συρμάτινη πόρτα και τον υποδέχτηκα σαν νοικοκύρης στο κτήμα του. Τι παράξενη αίσθηση. Ολόγλυκος άνθρωπος ο μαστρο Νικόλας, συνέχεια με το χαμόγελο στο στόμα, έτσι και σήμερα, μπήκε μέσα, πάτησε στα χώματα που μια ζωή ως τώρα φρόντιζε και καλλιεργούσε, έκανε μια γύρα με τα μάτια και το κορμί του κι άρχισε. Εκεί έχει κάτι κρινάκια, πρόσεξε μην χαλάσετε, είναι όμορφα, περπατούσε κι έδειχνε, τούτη είναι ξινομηλιά, οι άλλες γλυκιές, τούτες τις βερικοκιές τις έχω μπολιασμένες εγώ, είναι πολλών χρονών τα μπόλια, τούτες οι συκιές κάμνουνε περδικόσυκα, έτσι τα λέμε εμείς, είναι ψιλόφλουδα και όμορφα. Φτάσαμε στο αμπέλι, τα κλίματα να τα κλαδέψεις τώρα το Γενάρη, μου είπε, όλα τα κλαδιά να φύγουνε από πάνω, μονάχα τους βλαστούς ν’ αφήσεις, να μετράς δυο τρία μάτια και να κόβεις. Ένα ένα τα αποχαιρέτισε όλα τα δέντρα του και μου λεγε οδηγίες κι εμένα που ακολουθούσα αμίλητος.

Ύστερα κατευθύνθηκε προς το αποθηκάκι το πρόχειρο που είχε στη γωνία του κτήματος. Εδώ φύτεψα κάτι κουκιά, είπε, για να δούμε, βγήκανε; Έσκυψε πάνω από το αυλάκι μονολογώντας για τους ποντικούς που τρώνε τα κουκιά μόλις τα σπείρεις και δεν σ’ αφήνουνε να κάνεις χαΐρι και προκοπή. Πήρε ύστερα κάτι ντενεκέδες παλιούς, σκουριασμένους από την αποθήκη, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο, μου είπε βλέποντας τριγύρω, όλα τα άλλα σου τα αφήνω, αλλά εδώ μέσα στους ντενεκέδες έχω κάτι χαρτιά, όλα τα χαρτιά του χωραφιού από τα ποτίσματα. Τον έβαλα να ανοίξει να δω. Ήτανε το αρχείο ποτισμάτων του περιβολιού από πέρσι μέχρι πολλά χρόνια πίσω. Στοιχισμένοι αριθμοί, ημερομηνίες, ποτίσματα, τόσο έγραφε το ρολόι όταν άρχιζε το πότισμα, τόσο όταν τελείωνε, όλα καθαρογραμμένα και νοικοκυρεμένα. Αυτά είναι άχρηστα για σένα, μου είπε και είπα να ρθω να τα πάρω, όχι ότι για μένα είναι χρήσιμα αλλά να, έτσι, είπα να ρθω να τα πάρω, μονολόγησε ο μαστρο Νικόλας και βούρκωσαν τα μάτια μου, κατάλαβα πως ήρθε μόνο και μόνο για να αποχαιρετίσει το περιβόλι του.


Με το χαμόγελο στο στόμα ανέβηκε πάλι σιγά σιγά στο τρακτεράκι του κι έφυγε. Τον έβλεπα να απομακρύνεται και προσπαθούσα να νιώσω πως είναι να παραδίνεις τη γη σου σε έναν ξένο, άγνωστο μέχρι πρότινος, επειδή νιώθεις πως δεν είσαι άξιος πια να την ημερεύεις. Προσπαθούσα να νιώσω τον αποχαιρετισμό του μαστρο Νικόλα στο περιβόλι του κι αισθανόμουν πολύ ξένος μέσα κει. Ξάφνου όμως ήρθανε στο μυαλό μου τα λόγια που είναι γραμμένα στο υπέρθυρο ενός αρχοντικού στο χωριό: Σήμερον εμού, αύριον ετέρου, ουδέποτε τινός. Όλοι είμαστε της γης κι όχι η γη δικιά μας. Μ’ αυτή τη σκέψη ένιωσα πιο χαλαρός, ούτε του μαστρο Νικόλα ήτανε το περιβόλι, ούτε δικό μου τώρα. Απλά δινόμαστε ο καθένας με τη σειρά του σ’ αυτό. Εκείνος την τέλειωσε την αποστολή του, εγώ την αρχινώ και θα ρθει κι εμένα η σειρά μου να το παραδώσω κάποτε. Τον Απρίλη όμως, γεροί να μαστε κι οι δυο, θα του κόψω τα κουκιά που έσπειρε, να του τα πάω, έτσι, ως στερνό αποχαιρετισμό της γης μετά τον σημερινό δικό του.

Συγκινημένος επέστρεψα σπίτι. Και βρήκα στο μέηλ μια πρόσκληση από το Ξυλόκαστρο, από φίλους και συντρόφους του Αργύρη Χιόνη, να πάω στην γιορτή που θα οργανώσουν εις μνήμη του στις 20 του Απρίλη. Μόλις γίνουνε τα κουκιά του μαστρο Νικόλα, θα πάω και στον Αργύρη μερικά. Να θυμηθεί τα εγκόσμια και να μας περιμένει.

No comments:

Post a Comment