για μερικούς
εκεί
ο ήλιος λάμπει καλύτερα
image from savage-eyes
Να κλαις γοερά και σταματημό να μην έχεις
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της
εφημερίδας ΑΥΓΗ και στο left.gr στις
21 Απριλίου 2013)
Ο λόφος του Φιλοπάππου, ή λόφος Μουσών, βρίσκεται
απέναντι από την Ακρόπολη. Δίπλα του υψώνονται ο λόφος του Αστεροσκοπείου, ή
λόφος Νυμφών, και ο λόφος της Πνύκας. Στην κορυφή του υπάρχει το μνημείο
Φιλοπάππου, το οποίο έστησε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο ύπατος Φιλόπαππος και
βάφτισε το λόφο. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για υπεροψία όταν άφησε εντολή να ταφεί
εκεί, έτσι ώστε μετά θάνατον η τελευταία κατοικία του να βρίσκεται στο ίδιο
ύψος με τα μνημεία των Θεών που ορθώνονται στους απέναντι λόφους. Χάρη στις
ευεργεσίες του στο κράτος των Αθηνών, και στην ευρύτερη προσφορά του στα κοινά,
οι Αθηναίοι σεβάστηκαν το θέλημά του.
Το 2002, στο πλαίσιο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών
Xώρων Αθηνών, ξεκίνησε μια προσπάθεια ο λόφος να περιφραχθεί, να είναι
επισκέψιμος με ωράριο, και στα σχέδια ήταν και η ένταξή του στο ενιαίο
εισιτήριο των χώρων της ενοποίησης. Το ελληνικό κράτος αποφάσισε πως έπρεπε να
εκμεταλλευτεί οικονομικά την ευρύτερη περιοχή, όπου άλλοτε αγόρευαν ρήτορες και
συναθροίζονταν πολίτες για να συζητήσουν περί Δημοκρατίας και κοινών, δίνοντας
έτσι ένα σύγχρονο νόημα στην τραγική ειρωνεία, που ουδεμία σχέση είχε πλέον με
αυτήν του Αισχύλου και του Σοφοκλή.
Το κίνημα των κατοίκων που αναπτύχθηκε αμέσως
έβαλε φρένο σε αυτά τα σχέδια και η πρόσβαση στο λόφο παραμένει ελεύθερη. Οι
λόφοι δεν έγιναν μουσεία. Από απέναντι, οι Θεοί χαμογελούν. Ο αττικός ουρανός
λάμπει.
Στους πρόποδες του λόφου υπάρχουν χαράδρες,
βράχια και δύσβατα μονοπάτια. Ο τόπος στολίζεται από πεύκα, πουρνάρια και
ελιές. Ο αέρας μυρίζει φρέσκο χώμα. Αλλιώτικο εδώ το μεγαλείο. Εκεί που ξεκινά
η αναρρίχηση για τα ιερά μνημεία ο διαβάτης συναντά κάποιες χαμηλοτάβανες,
φυσικές σπηλιές. Βράχια και πέτρες με ασύμμετρη είσοδο και τραχύ θόλο. Σπηλιές
όπου άλλοτε φώλιαζαν ζώα, προστατευμένα κι ευλογημένα από τους Θεούς.
Από τον 5ο π.Χ. αιώνα έχουν αλλάξει τα πράγματα.
Εν έτει 2013, αυτές οι σπηλιές φιλοξενούν ανθρώπους. Δίπλα στη φυλακή του
Σωκράτη φωλιάζει σήμερα η απαντοχή εκείνων που δεν στάθηκαν τυχεροί. Των
αιφνιδιασμένων. Που δεν προστατεύονται από την πολιτεία ή κάποιον μεγαλόψυχο Θεό.
Των κατ’ όνομα απογόνων του Περικλή και του Δημοσθένη.
Μέχρι χθες οι άνθρωποι αυτοί είχαν μια κανονική
ζωή. Στο κουδούνι τους ήταν γραμμένο το όνομά τους. Στον τηλεφωνικό κατάλογο
είχαν αριθμό. Στο συρτάρι τους βιβλιάριο υγείας και φωτογραφίες από τα παιδικά
τους χρόνια. Μέσα σε ελάχιστο καιρό έχασαν τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στις
σπηλιές του Φιλοπάππου για να αποφύγουν τις εισόδους πολυκατοικιών, τα
πεζοδρόμια, τα πάρκα. Δεν είναι ρήτορες, πολιτικοί ή στρατιωτικοί. Είναι απλοί
άνθρωποι, συνηθισμένοι. Η σύγχρονη πολιτεία δεν προστατεύει τους πολίτες της. Ο
«πατήρ ανδρών τε θεών» δεν ασχολείται πια με τα παιδιά του.
Υπάρχει κάτι που οι κάτοικοι των σπηλαίων του
21ου αιώνα –περίπου δεκαπέντε στον αριθμό– διατηρούν ακέραιο. Κάτι που θεωρούν
ως το υπέρτατο αγαθό και κάνουν το παν για να το προστατέψουν: την ελευθερία
και την αξιοπρέπειά τους. Αυτή είναι η μόνη ηθική αρχή που κρατούν σημαία στην
καθημερινότητά τους.
Έστησαν νοικοκυριά με όσα πρόλαβαν να περισώσουν
από τα κατασχεμένα σπίτια τους ή με ό,τι βρήκαν στα σκουπίδια. Οι βασικές
ανάγκες τους αφορούν μόνο την επιβίωσή τους. Δεν καταδέχτηκαν να ζητιανέψουν
τον οίκτο της κοινής γνώμης στο γυαλί ή στα πρωτοσέλιδα. Μαθαίνει γι’ αυτούς
μόνο όποιος περνά μπροστά τους. Δεν είναι δειλοί, είναι γενναίοι. Ελπίζουν στο
μέλλον. Προτίμησαν αυτή τη ζωή από μια καθημερινότητα πνιγμένη στα χρέη, την
αγωνία και τον εξευτελισμό του τοκογλύφου ή του τραπεζίτη που διασύρει,
εκβιάζει και τρομοκρατεί μέχρι να αφαιμάξει.
Οι άνθρωποι των σπηλαίων του Φιλοπάππου δεν πάσχουν από σοφιστική
υπεροψία. Δεν θεωρούν εαυτόν απόγονο ή κληρονόμο του Πλάτωνα, είναι απλώς
παιδιά κάποιων άλλων ανθρώπων. Έφτιαξαν τα σπίτια τους κοντά στα θεμέλια του
Ηλιοσκόπιου του Μέτωνα και κοιτάζουν τον ήλιο και το φεγγάρι με γυμνό μάτι.
Καλημερίζουν τους διαβάτες που περνούν απ’ το κατώφλι τους κι αν τύχει και το
φέρει η στιγμή φιλεύουν τον περαστικό ένα σπιτικό τσίπουρο και διηγούνται μια
παλιά ιστορία. Αυτό το ταπεινό τσίπουρο μυρίζει τόσο πολύ «σπίτι», τόσο που
βρέχοντας μ’ αυτό τα χείλη σου νιώθεις πως θέλεις να αρχίσεις να κλαις. Να
κλαις, να κλαις γοερά, και σταματημό να μην έχεις.
πηγή: the three wishes
No comments:
Post a Comment