H μπλε σακούλα*
Το
πρώτο πράγμα που είπε ήταν πως έφτιαξαν τη ντουζιέρα, έριξαν πια
τσιμέντο. Και έφεραν και στρώματα. Λεπτοκαμωμένος, με καραφλίτσα και
χαμόγελο, μιλούσε χωρίς να διστάζει, με λεπτομέρειες. Μετά σημείωσε ότι ο
χώρος είναι ευάερος. Βέβαια είναι Δεκέμβρης και τώρα μπορεί να κάνει
και λίγο κρύο, παραδέχτηκε αμέσως για να προλάβει, αλλά τουλάχιστον ο
χώρος αερίζεται. Τόνισε δε πως ήταν κρατούμενοι που δήλωσαν πως πια
θέλουν να φύγουν. Κρατούνταν πριν σε “κέντρα κράτησης” σε όλη την
Ελλάδα. “Η κράτηση ξέρετε μπορεί να κρατήσει για ένα συγκεκριμένο
χρονικό διάστημα, δεν μπορείς να τον έχει κρατούμενο διαρκώς τον άλλο.
Μπορεί να κρατήσει τρεις μήνες, έξι μήνες, το πολύ ένα χρόνο”. Δίπλα του
η υπεύθυνη κυρία με το ταγέρ, ξανθιά, χαμογελώντας λέει πως τώρα
μαθαίνει Γερμανικά στο Ινστιτούτο Γκαίτε και, αναστενάζοντας, πως είναι
δύσκολη γλώσσα. Συνεχίζει τονίζοντας πως οι ανήλικοι είναι σε “κέντρο
φιλοξενίας” σε ξεχωριστό μέρος, όχι εδώ. Στο τηλέφωνο ο γιατρός. Είναι
της ΜΚΟ, έρχεται καθημερινά εκτός από το Σαββατοκύριακο. Έχει, λέει
επίσης, και ψυχολόγο και κοινωνική λειτουργό. Χαμογελόντας τα λέει. Της
ΜΚΟ, επίσης. Υπάρχουν πλέον, συνεχίζει, τέσσερα καρτοτηλέφωνα και
μηχάνημα που μπορούν να αγοράζουν κάρτα. Λεφτά άγνωστο. Κινητά όχι. Αφού
είναι κρατούμενοι.
“Τι έχετε τώρα εδώ;”
“Έχουμε απ’ όλα. Έχουμε Αφγανιστάν, έχουμε Τυνησία,
έχουμε Ινδία, έχουμε Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Μαρόκο, Ιράκ, έχουμε
Άιγυπτο, Σουδάν κτλ. Αν θέλετε μπορώ να σας πω ακριβώς τι έχω σήμερα
μέσα.”
Άνοιξαν την πόρτα.
“Μόνο μην τραβάτε με το κινητό σας παρακαλώ! Στο χώρο των κρατητηρίων απαγορεύεται.”
Από τη Νιγηρία. Πέρασε τα σύνορα από την
Τουρκία. Δεν θέλει να επιστρέψει στη χώρα του, λέει χαμηλόφωνα πως
διατρέχει κίνδυνο η ζωή του λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. Τον έπιασαν
στα σύνορα με την Τουρκία. Πέρασε δύο βράδια σε ένα κρατητήριο , σε
κάποιο αστυνομικό τμήμα, σε ένα μέρος που δεν έμαθε ποτέ ποιο ήταν. Μετά
τον μετέφεραν στην Ξάνθη. Έμεινε δύο μέρες σε κρατητήριο εκεί. Μετά τον
πήγαν στην Κομοτηνή. Άλλες δύο τρεις μέρες εκεί. Μετά στη Θεσαλλονίκη
για λίγες μέρες. Μετά μεταφέρθηκε στο αλλοδαπών για τρεις ώρες. Και μετά
εκεί, πίσω από τα κάγγελα, να επιμένει απεγνωσμένα πως δεν πρέπει να
γυρίσει στη Νιγηρία. Πως του έφεραν ένα χαρτί να υπογράψει. Το
περιεχόμενο του εγγράφου στα ελληνικά. Τους είπε πως αν του το
μεταφράσουν στα αγγλικά θα μπορεί να ξέρει αν συμφωνεί για να υπογράψει.
Του απάντησαν να ρωτήσει την ελληνική κυβέρνηση τι γράφει το χαρτί. Δεν
υπέγραψε και είπε πως θέλει να κάνει αίτηση για άσυλο. Ο δικηγόρος του
εξηγούσε πως εφόσον έκανε αίτηση για άσυλο το πιο πιθανό είναι να
μεταφερθεί πλέον σε ένα από τα “κέντρα φιλοξενίας” κάπου στην Αθήνα
μέχρι να εξεταστεί το αίτημά του. Τον έπιασε το παράπονο. “Με έβαλαν να
υπογράψω, με τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα, ένα έγγραφο, χωρίς δικηγόρο,
χωρίς μεταφραστή. Μου είπαν πως είναι η αίτηση για άσυλο. Κι αν μου λένε
ψέματα;”
Στάθηκε στον διάδρομο με το σημειωματάριο να
ισορροπεί στο ένα χέρι. Είχε κρύψει ανάμεσα στις σελίδες το κασετοφωνάκι
και τους ρωτούσε. Την κοιτούσαν, πίσω απ’ τα κάγγελα, και απαντούσαν.
Στα αγγλικά, όσοι ήξεραν, ρωτούσαν πόσο θα μείνουν εκεί. Το φαγητό είναι
εντάξει, αλλά οι τουαλέτες… Στο άλλο χέρι κρατούσε το κινητό. Το σήκωνε
χωρίς να το σκεφτεί και τραβούσε φωτογραφίες. Οτι πιάσει, δεν έχει
νόημα να κεντράρει οπουδήποτε. Αρκεί να έχει έστω και μια εικόνα από
εκεί μέσα. Γιατί; Δεν ξέρει. Πάνω στο στρώμα, στη γωνία ενός κελιού, ο
ξαπλωμένος άντρας όταν το κατάλαβε χαμογέλασε. Κάτι είπε και οι γύρω του
άρχισαν να φωνάζουν, χαρούμενοι. Απόρησε. Χαιρόταν οι άνθρωποι κι εκεί;
Πλησίασε στα κάγγελα, της είπε ότι δεν θέλει να γυρίσει στην πατρίδα
του. Εύχεται να γυρίσει στην Ισπανία, στη θεία και τον αδερφό του. ¡Οjalá! Και περπατώντας θα έφτανε, δεν τον έννοιαζε.
Στρώματα στο τσιμεντένιο πάτωμα, ένας
διάδρομος και πίσω από τα κάγκελα τόσοι πολλοί που δεν μπορούσες να τους
μετρήσεις. Χέρια στις τσέπες, χωρίς παπούτσια. Άνοιξε την πόρτα για να
δει την περιβόητη μοναδική ντουζιέρα. Η μυρωδιά, τελικά είναι αυτή που
σε κάνει να καταλαβαίνεις τη ζωή. Το είδους της ζωής. Της ζωής τους.
Όμως στον ένα τοίχο, σε καρφιά στη σειρά, δεμένες στους σωλήνες, μπλε
πλαστικές σακούλες γεμάτες νερό. Έτσι πλένουν τα ρούχα, της ψιθύρισε η
διπλανή της. Για να πετάξουν από πάνω τους αυτή τη μυρωδιά, σκέφτηκε. Τη
μυρωδιά του φυλακισμένου. Χαμογέλασε.
*η συνεισφορά μου στο μπαχάρ* που κυκλοφορεί. Λεπτομέρειες για το που μπορείτε να το βρείτε εδώ
υ.γ.
Το κομμάτι αυτό έχει γραφτεί εδώ και
λίγους μήνες. Το μπαχάρ* είχε θέμα την ομορφιά κι εγώ την έψαχνα παντού.
Σήμερα, όταν άνοιξα τον υπολογιστή έπεσα πάνω σε δύο ειδήσεις. Την
είδηση για την αυτοκτονία στις φυλακές της Μαρίας Θεοδωράκη και τη μαρτυρία του Αμπντούλ Σαφίρ απ’ την Αμυγδαλέζα. Θυμήθηκα πάλι την Κατερίνα Γκουλιώνη και
τις κρεμασμένες μπλε σακούλες κάπου εδώ κοντά στη γειτονιά μου. Παντού
φυλακές, βία, καταστολή και βασανιστήρια. Αν υποθέσουμε ότι στο μέλλον
κάποιοι θα μελετούν τον ανθρώπινο πολιτισμό, αντί για ομορφιά ας
καταγραφεί αυτή η φρίκη.
Jaquou
πηγή: parallhlografos
No comments:
Post a Comment