Wednesday, 18 September 2013

στα χνάρια των σιχαμένων προγόνων τους


Μαχαιριές

Πολύ δύσκολη η σημερινή καλημέρα.

Με πόνο, με σκέψη, και τρόμο.

Με πόνο, γιατί ένα 35χρονο παλικάρι δολοφονήθηκε από ομάδα ανθρώπων που πίστευαν διαφορετικά από αυτόν πράγματα. Με πόνο, γιατί άλλος ένας άνθρωπος – μετανάστης, διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, διαφορετικών σεξουαλικών πεποιθήσεων, διαφορετικών κοινωνικών οραμάτων – “συνετίζεται”, όχι αυτός, αλλά οι συν αυτώ, με μία λεπίδα, για να μάθει να μην σηκώνει κεφάλι, από μία παραστρατιωτική ομάδα, που υπακούει πιστά σε αρχηγούς, και κανόνες, και διεστραμμένες λογικές και αλήθειες, και κυρίως σε διαστρεβλωμένες έννοιες όπως “αίμα”, και “τιμή”.

Με σκέψη, γιατί το νεαρό παιδί, δεν δολοφονήθηκε γιατί ενοχλεί μόνο αυτό, προφανώς: Δολοφονήθηκε για να μην ενοχλούν οι υπόλοιποι. Όσοι διαμαρτύρονται, όσοι αποτροπιάζουν, όσοι νιώθουν στο μεδούλι τους το κλαμα του αδύναμου και του “παρείσακτου”, όσοι νιώθουν ότι έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα να ζήσουν, ανάγκη για τις ίδιες ευκαιρίες να ακουστούν, είτε είναι από άλλη χώρα, είτε είναι ομοφυλόφυλοι, είτε είναι αριστεροί, είτε είναι φτωχοί, όσοι έχουν την πεποίθηση ότι τα όνειρα είναι υπέροχα, όλων των ανθρώπων τα όνειρα, αρκεί να είναι όνειρα, όχι εφιάλτες.

Το παλικάρι δολοφονήθηκε γι’ αυτούς, για μας. Να ξέρουμε τι μας περιμένει. Τι μας περιμένει αν σκεφτόμαστε μόνοι μας, έξω από το κλουβί της σκέψης τους που μυρίζει ακόμα φούρνους και σαπούνια, έξω από την μιλιταριστική ορολογία και την αντικατάσταση κάθε ίχνους συναισθήματος με απόλυτη, πιστή και αδιαπραγμάτευτη υποταγή στον φύρερ (“Führer”, ο αρχηγός)

Έτυχε να είναι αυτός, ίσως γιατί μιλούσε πιο δυνατά – μα ο στόχος, είμαστε όλοι, χωρίς διακρίσεις.

Και με τρόμο όμως, γιατί κάθε μέρα που περνάει, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συγκρατήσεις την οργή για την ατιμωρησία τους. Εχθές το βράδυ, από την στιγμή που το έμαθα, παρακολούθησα σιωπηλός όλες τις κουβέντες που έγιναν πάνω στην είδηση, κουβέντες θυμού, οργής, σαν το θύμα που εγκλωβίζεται στην γωνιά, και είναι πολύ θυμωμένο για την αδικία που του συμβαίνει, πολύ θυμωμένο για την απάθεια των άλλων στο αίμα συνανθρώπου μας (πόση απάθεια πια, αλήθεια, τίποτα δεν ακουμπάει πια τις ψυχές μας;) πολύ θυμωμένο για την τιμή που έχει πάρει -και το γεγονός ότι έχει πάρει τιμή- η ζωή του.

Επέλεξα να μην μιλήσω, παρότι άλλοι, πιο σώφρονες από εμένα, εκτέθηκαν – και εν μέρει, σ’ αυτούς χρωστάω τούτο το άρθρο. Γιατί είμαι και εγώ ένας από τους γαμημένους τους “πασιφιστές”, που ναι μεν επιλέγουν συνειδητά να μην σκορπίσουν “αίμα για το αίμα που χύθηκε”, ούτε να παροτρύνουν και άλλους να το κάνουν, αλλά που μου τελειώνουν, μία-μία οι απαντήσεις στο “πως αλλιώς”.

Στερεύει η λογική – έτσι θα γινόταν πάντα ιστορικά, υποθέτω.

Με τρόμο, γιατί φοβήθηκα εχθές, με όλη την ειλικρίνεια και τον αποτροπιασμό το λέω, ο φόβος έκανε στενή συντροφιά στην θλίψη μου, ότι θα ξέφευγε η κατάσταση, και θα γινόταν η έκρηξη που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες.

Με τρόμο, γιατί δεν ξέρω πια τι θα σταματούσε αυτό το κύμα φασισμού, και πως θα σωθούμε όλοι, πια, όχι μόνο ο αδικοχαμένος νεαρός, από αυτό που μας σπρώχνουν οι ολοκληρωτισμοί να γίνουμε.

Με τρόμο, γιατί παρέμεινα σιωπηλός, γιατί μου τελειώνουν τα επιχειρήματα. Με τρόμο, γιατί δεν ξέρω πια αν έχω δίκιο.

Ένα αιματοβαμμένο παλικάρι σε ένα πεζοδρόμιο, να ελπίζει να ξημερώσει μία καινούργια ημέρα γι’ αυτόν, για να φωνάξει, πάλι, “όχι στον φασισμό” όπως έκανε κάθε μέρα μέχρι τώρα, εκτιθέμενος γι’ αυτό και μόνο όσο περισσότερο μπορούσε, χωρίς να φοβάται. Μια κοπέλα που είδε τον άνθρωπό της, τον έρωτά της, να αργοσβήνει. Ένας περαστικός, να κοιτά τριάντα τραμπούκους να κυνηγούν έναν μόνο του να γλυτώσει από τις λεπίδες τους. Ένα πεζοδρόμιο γεμάτο από σταγόνες με αίμα. Ένας να του κρατά το χέρι, και να του λέει “βάστα, Παύλο; βάστα ρε, βάστα ρε Παύλο, όλα θα πάνε καλά”. Μια μάνα, που έμαθε στο τηλέφωνο “ο Παύλος δεν είναι καλά”. Μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι, να κοιτούν αυτούς που σφάζουν για λογαριασμό τους, και, ελπίζω ρε φίλε, αλήθεια ελπίζω, να απορούν έστω και για μία στιγμή, τι σκατά πήγαν και κάνανε. Εμείς, οι υπόλοιποι, να κοιτάμε τι θα πάθουμε, αν αντιδράσουμε, αν διαμαρτυρηθούμε αν πούμε μία κουβέντα παραπάνω, όταν κλωτσάνε ένα πεντάχρονο παιδάκι στην Ακρόπολη, όταν βρίζουν, ή μαχαιρώνουν έναν ξένο, όταν στήνουν ενέδρες σε αριστερούς. Εγώ, να κοιτάω την οργή, την απόλυτα δικαιολογημένη και τρομαχτική οργή, και να μην βρίσκω λόγια να την σταματήσω – να μην ξέρω καν, πια, πως και αν πρέπει.

πηγή: arkoudos

No comments:

Post a Comment