Το πρόσωπο του τέρατος
by αναρχοβλαχος
Πάντα επίκαιρο
Tο πρόσωπο του τέρατος
Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
Ο Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ καί στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα ταγκό ελλειπτικό. Δεν υπάρχει Μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος καί αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των έξαφανισθέντων, βασανισθέντων καί νεκρών. Καί το ταγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στίς φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα που ο Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω καί πώς να τους το πω; Καί μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές καί ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει καί να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ό εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πως πρέπει, του πως οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι άπ’ τους εχθρούς. Κι ο εχθρός γεννιέται, δεν γίνεται. Μας παρακολουθεί απ’ το σχολείο, σαν ήμασταν παιδιά, κι επιζητεί τον εξαφανισμό μας.
θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη καί ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πως λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.- Βασίλης, του απαντώ.- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φάνουν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια καί χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων καί εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών πού επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για νά μπουν μέσα να προφυλλαχτούν από τίς πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στην ορθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στό μεταξύ και η εφαρμογή του οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζός.
Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οί οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Σαίξπηρ, Σίλλερ καί Αισχύλο, μια καί ανήκουν δικαιωματικά στύ υπουργείο Πολιτισμού. Χορός άπο τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη καί αποσύρεται εις τάς μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Αγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Και τρέχουνε στίς Τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο καί κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Η κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ό κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει άπ’ τίς ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πως θ’ αντιδράσουμε καί πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
Θυμάστε τι έγινε στην «Έρωφίλη», από την προηγούμενη φορά. Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε η μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα, εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση καί καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του καί το προσωπείο του άγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπο του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ο Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει και τον εξαφανίζει.
Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.
Μάνος Χατζιδάκις
”Τα σχόλια του τρίτου”
πηγή: parallhlografos
No comments:
Post a Comment