...τον κωλοκαπιταλισμό μου
Σήμερα άκουσα πως πριν λίγες μέρες σε κάποια από τις ακριβές περιοχές της Θεσσαλονίκης ένα παιδάκι Δημοτικού λιποθύμησε στο σχολείο του. Ο γιατρός που εσπευσμένα κλήθηκε και το εξέτασε, διαπίστωσε πως ο πιτσιρικάς είχε να φάει 3 μέρες. Στη συνέχεια μαθεύτηκε ότι και οι 2 γονείς του έχουν μείνει άνεργοι εδώ και καιρό και πως ζούνε σε ένα σπίτι με κομμένα όλα...ρεύμα, νερά, τηλέφωνα...
Η ιστορία αυτή μοιάζει με σενάριο του Φώσκολου και θυμίζει τις ταινίες που έπαιζε ο Βασιλάκης Καΐλας, αλλά δυστυχώς είναι η ίδια η πραγματικότητα. Είναι η ιστορία του διπλανού σου, η ιστορία του φίλου σου, του συγγενή σου. Είναι η ιστορία πολλών γύρω μας, που έτυχε απλά να έχουν λιγότερες καβάντζες ή περισσότερες υποχρεώσεις από εσένα, που ακόμα "αντέχεις". Κι εγώ "ψιλοαντέχω". Για πόσο ακόμη όμως? Μεταξύ ποιων δόσεων θα κλατάρω κι εγώ?
Δεν ξέρω το πότε, αλλά μπορώ να φανταστώ το πως θα είναι. Τίγκα σε απόγνωση σαν αυτή των γονιών του μικρού και φουλ σε απελπισία σαν του Νυχτερινού Τύπου που διάβασα χθες στον parallhlografo και αναδημοσιεύω παρακάτω:
Ξημέρωσε νύχτα
11 Οκτωβρίου, 2011
Αναδημοσιεύει από το ΤΥΠΟΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ , ο risinggalaxy (Ευχαριστώ τον Ματθαίο T. που το ανάρτησε στο facebook και έτσι το βρήκα).
Είμαι στα 37 μου.
Δουλεύω απ’ τα 16 μου.
Στην Αθήνα ζω απ’ τα 24 μου.
Δε θυμάμαι εποχή που να ‘χω μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα άνεργη. Θυμάμαι πολλές εποχές που βρέθηκα να κάνω δυο δουλειές ταυτόχρονα. Τα τελευταία οκτώ χρόνια για παράδειγμα. Θυμάμαι εποχές που τα πράγματα ήταν καλά, κι άλλες που ήταν δύσκολα και στριμωγμένα. Ποτέ μου όμως, ούτε στις πιο άγριες “πείνες” των φοιτητικών μου χρόνων, δε βρέθηκα στην κατάσταση που είμαι τώρα.
Δεκατρία χρόνια σ’ αυτή την πόλη, δούλεψα, μόχθησα, στάθηκα στα πόδια μου, αλλά τώρα πια παράδωσα τα όπλα.
Είμαι δέκα μήνες άνεργη. Γνωρίζοντας από νωρίτερα πως θα χάσω τη δουλειά μου, άρχισα να ψάχνω από πέρισυ το Πάσχα. Έστειλα 120 περίπου βιογραφικά σ’ αυτό το διάστημα, σε διάφορες δουλειές, και καμιά 35αριά σε εκδοτικούς οίκους για μετάφραση.
Πήρα δύο απαντήσεις από εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι με ενημέρωναν πως δεν χρειάζονται συνεργάτες.
Οι υπόλοιποι 153 προφανώς λυπήθηκαν το χρόνο που χρειάζεται να στείλεις ένα απορριπτικό email.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου αντιμετωπίζω μια έξωση στο τέλος του τρέχοντος μήνα. Η σπιτονοικοκυρά έχει αφρίσει και πλέον θα μιλάμε με τους δικηγόρους της. Έχει δίκιο φυσικά. Τα λεφτά της θέλει, δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Τα 8 χρόνια που μένω στο σπίτι της και το ότι ποτέ δεν της καθυστέρησα ή έφαγα νοίκια, δεν παίζουν κανένα ρόλο. Ούτε οι εργασίες που έκανα στο σπίτι με δικά μου έξοδα και κόπο. Άλλωστε όπως είπε κι η ίδια, “δεν έχω πια αξιοπρέπεια”, κι όπως υπερθεμάτισε η κόρη της “είμαι απατεώνας που ζω εις βάρος τρίτων”.
Οι μεταφορείς που ήρθαν για να μου δώσουν τιμή για μετακόμιση και αποθήκευση μου ζήτησαν 150 ευρώ μηνιαίως για αποθήκευση σε κοντέινερ τους και 600-750 για τη μετακόμιση μέχρι την αποθήκη. Για μετακόμιση ως το πατρικό μου στο Βόλο μου ζητούν περίπου 1200 ευρώ.
Δεν έχω τα χρήματα ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο. Ακόμη κι αν έβρισκα τα χρήματα για τη μετακόμιση ως το Βόλο, η μητέρα μου ζει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα των 40 τετραγωνικών όπου μετά βίας να χωρέσω εγώ κι ο υπολογιστής μου, ίσως και κάποια από τα ρούχα μου.
Όλα τα υπόλοιπά μου πράγματα, το νοικοκυριό 10 και βάλε χρόνων, θα πάει πιθανόν για βρούβες.
Η εφορία μου ζητά τα 300 ευρώ του φόρου επιτηδεύματος κι ο τόκος τρέχει 3% το μήνα. Η ΔΕΗ σε λίγο θα μου στείλει το τελευταίο μπουγιουρντί ενώ υπολόγισα πως ο φόρος που θα μπει ενσωματωμένος θα είναι περίπου 420 ευρώ.
Το τελευταίο δίμηνο του ΤΕΒΕ το πλήρωσα με αίμα και κυριολεκτικά τελευταία στιγμή.
Η επόμενη πληρωμή στο τέλος του Νοέμβρη δε θα γίνει. Η τρέχουσα εισφορά μου είναι 640 ευρώ, αλλά εγώ είμαι χωρίς μετάφραση.
Η εταιρεία με την οποία συνεργάζομαι μου δήλωσε πως δεν ξέρουν αν και πότε θα μου ξαναδώσουν δουλειά και πως δεν μπορούν να μου εγγυηθούν πως θα έχω σταθερή συνεργασία μαζί τους. Σε περίπτωση που είχα, αυτή η σταθερή συνεργασία θα μου απέφερε το αστρονομικό ποσό των 420 ευρώ το μήνα. Για την ώρα όμως, δεν υπάρχει ούτε αυτό το δεδομένο.
Η πόλη στην οποία έζησα δεκατρία χρόνια τώρα, με φτύνει στο περιθώριο σαν σκουπίδι.
Είμαι δειλή για να δώσω μια και να πηδήξω απ’ το μπαλκόνι, και ζει ακόμα η μάνα μου, δεν της αξίζουν τέτοιες καράφλες στα ογδόντα της.
Δεν ξέρω ούτε πού θα πάω, ούτε πού θα σταθώ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω κυριολεκτικά επί ξύλου κρεμάμενη, χωρίς τόπο να πατήσω και να κρατηθώ.
Κι εντάξει, εγώ πάω στο διάολο, κι όλα έφτασαν στο τέλος.
Όμως δεν αντέχω λεπτό στη σκέψη πως δεν μπορώ να βολέψω κάπου τα ζωντανά μου. Η Λούνα, ο Κανέλλος κι ο Τσίκος δε φταίνε σε τίποτα. Τα μεγάλωσα όλα από μια σταλιά, η Λούνα πλησιάζει τα δέκα χρόνια της και δεν έχει ζήσει στο δρόμο ούτε μια μέρα απ’ τη ζωή της. Πού θα πάνε αυτά τα ζώα; Τι θ’ απογίνουν;
Πώς να τα γλιτώσω και πώς να τα εξασφαλίσω; Πόσα θα προλάβω να κάνω μέχρι το τέλος του μήνα;
Έχω απελπιστεί κι έχω βυθιστεί στην απόγνωση. Όσες καβάτζες υπομονής και κουράγιου είχα έχουν εξανεμιστεί.
Και φως δε βλέπω πουθενά.
Ξημέρωσε κι είναι νύχτα.
No comments:
Post a Comment