Ο Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής στη Σορβόννη, επανατοποθετεί την Ελλάδα στον ιστορικό, πολιτιστικό, γεωπολιτικό χάρτη
Της Μαργαριτας Πουρναρα
«Δεν καθορίζουμε εμείς την ιστορία.
Η ιστορία μας πέφτει στο κεφάλι.
Τώρα θα συνειδητοποιήσουμε αν η τελευταία τριακονταετία κατάφερε να διαβρώσει τους «γενετικούς» πολιτιστικούς κώδικες που διαθέτουμε ως Ελληνες».
Η συζήτηση με τον Γιώργο Πρεβελάκη, καθηγητή Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και Γεωπολιτικής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών, ξεκινά με ορμή.
Τα ερωτήματα γεννιούνται από τη συνεχή και ενδιαφέρουσα αρθρογραφία του στον ελληνικό και τον γαλλικό Τύπο, όπου ακολουθεί ένα διαφορετικό αναλυτικό πλαίσιο απέναντι στην ελληνική κρίση.
Με τη νηφαλιότητα που του δίνει ο ξενιτεμός, με δίψα για την ουσία και κυρίως την άποψη ότι υπάρχει περιθώριο για έναν νέο πατριωτισμό, ο Πρεβελάκης μας προσφέρει μια διαφορετική γωνία θέασης της σημερινής δύσκολης κατάστασης.
Με σπουδές αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, ο ανιψιός του λογοτέχνη Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος ζει στο Παρίσι από τη δεκαετία του '80, επανατοποθετεί την Ελλάδα στον ιστορικό, πολιτιστικό και γεωπολιτικό χάρτη του κόσμου, βλέποντας την ελληνική ιδιαιτερότητα ως το μεγαλύτερό μας διαπραγματευτικό πλεονέκτημα.
Ο Πρεβελάκης αισθάνεται την ανάγκη να θέσει εξαρχής μια χρονική αφετηρία: «Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαρκή περιδίνηση από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, με πολέμους, εμφύλιες συρράξεις και καταστροφές που άφησαν τραύματα στον πληθυσμό. Η μεταπολίτευση έφερε μια μεγάλη αλλαγή: θεωρήσαμε ξαφνικά και αυθαίρετα ότι είμαστε ασφαλείς ως μέλη του ΝΑΤΟ, ότι μπορούμε να χαρούμε μια ανέξοδη ευημερία χάρις στην Ε. Ε.
Επρόκειτο σαφώς για μια λανθασμένη εκτίμηση, που μας έκανε να γυρίσουμε την πλάτη σε δύσκολα θέματα, να μην αναρωτηθούμε ποιοι είμαστε και πώς οργανώνουμε την κοινωνία μας. Είναι τα θεμελιώδη ερωτήματα που ξεπήδησαν με την κρίση και επανέφεραν πικρίες και εντάσεις για τη χρήση (και την κατάχρηση) του εθνικισμού και του πατριωτισμού».
Η διανόηση απέτυχε
Για τον καθηγητή, ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός -δύο εξίσου δαιμονοποιημένοι όροι- παραμένουν τα θεμέλια της πολιτικής οργάνωσης: «Η γεωγραφία μας δίνει μια πειστική απόδειξη καθώς βλέπει τον χώρο διαμερισμένο. Το οριοθετημένο εδαφικό σύστημα αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηθεί μια δημοκρατική κοινωνία. Εχουμε ανάγκη τόσο την υλική οριοθέτηση, δηλαδή τα σύνορα, όσο και την πνευματική, δηλαδή τη γνώση του ποιος ανήκει στην ίδια ομάδα με εμάς. Ο πατριωτισμός και ο εθνικισμός έχουν πολιτιστικές αναφορές. Παλαιότερα, λ. χ., υπήρχε η ψευδαίσθηση -την οποία σήμερα απορρίπτουμε ως ρατσιστική- της ύπαρξης μιας κοινότητας αίματος. Η μυθολογική συγκρότηση της πολιτισμικής βάσης του πατριωτισμού εξελίσσεται συνέχεια σε όλα τα έθνη. Η επεξεργασία της είναι το πιο δημιουργικό έργο της διανόησης. Η διανόηση πρέπει να μεταβολίσει αυτό το υλικό, διότι ο μετασχηματισμός του καθορίζει την προσαρμογή της κοινωνίας στο περιβάλλον που αλλάζει. Αν οι διανοούμενοι δεν επιτελούν αυτή τη λειτουργία, η κοινωνία μένει στάσιμη, παρακμάζει και βουλιάζει από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Αν αντιθέτως οι διανοούμενοι είναι πολύ ανοιχτοί και δεν σέβονται την προαναφερθείσα αναγκαιότητα για οριοθέτηση, τότε αναπτύσσονται φυγόκεντρες δυνάμεις και ανταγωνιστικοί μύθοι, που πάλι μπορεί να διαλύσουν την κοινωνία» τονίζει στην «Κ».
Στην Ελλάδα τι έγινε; «Καταφέραμε να πάσχουμε και από τα δύο κακά. Διαθέτουμε και τους υπέρμαχους ενός αρτηριοσκληρωτικού εθνικισμού αλλά και μια διανόηση τόσο ανοιχτή σε διεθνή ρεύματα και στη γενική αμφισβήτηση -όπως ήταν λογικό να συμβεί στον χώρο της αριστεράς μετά τον Εμφύλιο- που αγνοεί την ανάγκη για τον εθνικό μύθο, μια ζωογόνο δύναμη για την κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι η διανόηση και η τέχνη παραμένουν μουγγές στη χώρα μας, που δοκιμάζεται από την κρίση».
Ανάμεσα σε Ανατολή - Δύση
Στην αρθρογραφία του ο Πρεβελάκης κάνει συχνά λόγο για μια θεμελιώδη αντίφαση στην ελληνική ψυχή, που μας οδηγεί σε μια περίεργη αντιμετώπιση της Δύσης. «Η Ευρώπη βλέπει την Ελλάδα σαν τη χώρα -θεματοφύλακα της αρχαίας κληρονομιάς, η οποία έχει τεράστια σημασία για την ταυτότητα της Γηραιάς Ηπείρου. Επάνω στην αρχαιοελληνική αναφορά θεμελιώθηκε η νεωτερικότητα, δηλαδή η επανάσταση της Ευρώπης έναντι ενός κόσμου όπου κυριαρχούσε η θρησκευτική προσέγγιση. Ομως η Ελλάδα το διαχειρίζεται κατά τρόπο σχιζοφρενικό, το τεράστιο πνευματικό κεφάλαιο της αρχαιότητας. Το εκμεταλλεύεται κατ' επανάληψη (από την Ελληνική Επανάσταση ώς την ΕΟΚ και τους Ολυμπιακούς), αλλά ταυτόχρονα το βλέπει ως μορφή πνευματικής αποικιοκρατίας της Δύσης. Αυτό συμβαίνει διότι η ελληνική ψυχή είναι ανατολική. Το υλικό από το οποίο αποτελείται ο Ελληνας είναι οι Ρωμιοί, δηλαδή Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Από αυτούς μια μεγάλη ομάδα ήταν ελληνόφωνοι που συνυπήρχαν με τους Αλβανόφωνους, τους Βλαχόφωνους κ. ά.
Στο πολιτισμικό γενετικό μας υλικό υπάρχει μια αμφιθυμία που δημιουργεί έχθρα απέναντι στην αρχαιότητα. Την αντιπαθούμε διότι την βλέπουμε σαν στοιχείο δυτικής ηγεμονίας. Αρα την αντιμετωπίζουμε με κυνισμό, ως ένα εμπορεύσιμο αγαθό. Οι Δυτικοί από την άλλη έχουν μια πολύ ισχυρή θετική αναπαράσταση για το μεγαλείο της αρχαιότητας και τους Νεοέλληνες ως συνεχιστές της παράδοσης αυτής. Αυτός είναι και ο λόγος που το στερεότυπο καταρρέει εύκολα όταν γνωρίζουν την πραγματικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα, από το 1821 μέχρι σήμερα. Και έτσι ο φιλελληνισμός γίνεται μισελληνισμός. Υπάρχουν κύκλοι στον τρόπο με τον οποίον η Δύση βλέπει την Ελλάδα, από την εξιδανίκευση μέχρι την ταπείνωση. Ομως ας μείνουμε σε κάτι πολύ ουσιαστικό. Η σχέση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Δύση είναι πάντα φορτισμένη και το ελληνικό θέμα είναι ζωτικής σημασίας για τους Δυτικούς.
[
πηγή]