Η ζητιάνα
(Μυθιστορία)
Γρηγοριάδης Κώστας |
Νοίκια, σχολειά, φροντιστήρια, γυμναστήρια, ξένες γλώσσες, διατροφή, ένδυση, υπόδηση, θέρμανση, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, πού να τα βγάλει πέρα η δόλια με δυο χέρια... Σιμά κόπηκε και το τηλέφωνο, μια κι είναι το πρώτο που αφήνει απλήρωτο ο φτωχός σαν θεριεύει η ανέχεια. Οι σύντροφοί της όμως και πάλι δεν την ξέχασαν. Κάθε που 'χανε μάζωξη, συνέλευση, εξόρμηση κλπ., την επισκέπτονταν στο φτωχικό της να την καλέσουν να συμμετάσχει. Βέβαια, τα πράγματα είχανε παρασφίξει για τη φτωχολογιά. «Μάαστριχτ» που να πάρει ο διάβολος κι είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται ορατά τ' αποτελέσματά του. Η ταλαίπωρη η Ρηνιώ τραβιότανε δεκάξι και δεκαοκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο μπας και τα καταφέρει οικονομικά.
Ανάποδα πράματα όμως. Ενώ δούλευε όλο και περισσότερες ώρες ημερησίως, τα έσοδά της όλο και μειώνονταν και τα έξοδά της όλο και αυγαταίνανε. Αδύνατον πια ν' ανταποκριθεί έστω και λειψά στις τυπικές της υποχρεώσεις σαν μέλος του Κόμματος. Συντρίμμια τα κουράγια της που θάψανε τη διάθεσή της κι ο χρόνος αμείλικτος εχθρός κι αυτός. Οι σύντροφοι της όμως δεν την ξεχνούσαν. Κάθε που 'χανε μάζωξη, συνέλευση, εξόρμηση κλπ., την καλούσαν να συμμετάσχει. Την τελευταία δε φορά που την επισκέφθηκαν της ανακοίνωσαν πως τη διέγραψαν απ' το Κόμμα γιατί η διαρκής απουσία της εμπόδιζε τη λειτουργία της οργάνωσης. Μεμιάς βουρκώσανε τα μελιά της μάτια, μα έκρυψε την υγρασία τους με του τσιγάρου της τον καπνό που τάχα τα ενόχλησε. Φύγανε οι σύντροφοι της...
Η Ρηνιώ σωριάστηκε στο παλιό ντιβάνι που 'τριξε απορημένο απ' τ' αναφιλητά της πίκρας και της απογοήτευσής της. Καθώς τα δάκρυα ασυγκράτητα αυλάκωναν τ' ολόδροσο πρόσωπό της, γιγαντώθηκε μέσα της το άσβεστο φίλτρο της αντικειμενικής μάνας. Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της και το τελευταίο άτακτο δάκρυ κι αποφάνθηκε πως οι σύντροφοί της αναμφίβολα είναι τίμιοι άνθρωποι, μα κείνο που τους λείπει για να 'χει αξία η τιμιότητά τους είναι η παραπέρα διαπαιδαγώγησή τους. Πήρε λοιπόν χαρτί και μολύβι κι έγραψε μια επιστολή προς την κομματική οργάνωση της περιοχής της.
«Στις εννιά Οκτώβρη, τραβώντας κατά το Πεδίον του Αρεως να πάρω κι εγώ μέρος στο πανελλαδικό συλλαλητήριο του ΚΚΕ ενάντια στη φτώχεια που επιβάλλουν στη λαϊκή οικογένεια οι πλουτοκράτες και τα πολιτικά τσιράκια τους, πέρασα απ' την Ομόνοια. Περπατώντας γοργά, πάνω στη σκουντούφλα μου σκουντουφλάω σε μια γυναίκα, σαραντάρα στην ηλικία, που καθισμένη οκλαδόν στην άκρη του δρόμου ζητιάνευε. Τη ρωτώ πόσα χρήματα ελπίζει να μαζέψει ολημερίς. Είκοσι ευρώ. μ' απαντά. Τόσα είχα κι εγώ στην τσέπη. Παρ' τα, της λέω. Παρ' τα, μόνο σήκω, την παροτρύνω. Σήκω να πάμε μαζί στο συλλαλητήριο ενάντια στην ανεργία και τη φτώχεια που σε κατάντησε ζητιάνα, της εξηγώ. Σιγά μην τρέχω εγώ σε συλλαλητήρια, μ' απαντά αποφασιστικά. Εβαλα τα είκοσι ευρώ πάλι στην τσέπη μου και τάχυνα το βήμα μου κατά κει που ανέμιζαν τα κόκκινα λάβαρα της περηφάνιας.
Οχι, αυτή η γυναίκα, Η ΖΗΤΙΑΝΑ, δε χρειάζεται βοήθεια. Βιολογικό καθαρισμό εγκεφάλου, που λέει ο λόγος, χρειάζεται, για να συνέλθει. Ολοι εκείνοι όμως που ζουν γύρω απ' το όριο της φτώχειας και που αντιμετωπίζουν περήφανα την ταξική τους θέση και κατάσταση, δικαιούνται βοήθεια για ν' αναπνεύσουν. Και φυσικά, οι σύντροφοί τους που έχουν έστω κι ελάχιστο περίσσευμα οξυγόνου οφείλουν να τους το προσφέρουν.
Θα σας το θέσω ξεκάθαρα, σύντροφοι. Αδυνατώ να πιστέψω πως συνειδητά δε νιώθετε άβολα όσοι από σας έχετε τη δυνατότητα ν' απολαμβάνετε σε ανεκτό επίπεδο όσα δικαιούται ο άνθρωπος, την ίδια στιγμή που ο σύντροφός σας, δίπλα σας μωρέ κι όχι παραπέρα, βουλιάζει μες στην άγρια φτώχεια.
Αλήθεια, ορέ σύντροφοι, πόσο άνετα νιώθετε όσοι στο σπίτι σας μπαίνουν δυο και τρεις μισθοί, όταν στου συντρόφου σας το σπίτι με το ζόρι μπαίνει μισός, άντε ένας ολόκληρος μισθός; Πόσο άνετα νιώθατε κάθε που διαβαίνατε το κατώφλι του υγρού ημιυπόγειου διαμερίσματός μου; Νοιαστήκατε στα γεμάτα για τα βάσανα μου; Κόμπιασε μια στάλα ο λαιμός σας όταν μάθατε πως είμαι πάλι άνεργη; Και 'κειο το καφεδάκι που σας φίλευα απ' το λαρύγγι μου το στερούσα. Το ξέρατε; Οχι! Δεν το ξέρατε, γιατί ποτέ δε νιώσατε σε βάθος τη φτώχεια μου. Μοιρολατρικά τη δεχόσασταν. Αυτό είναι όλο. Κι αυτό εν πολλοίς οφείλεται στο ότι η έννοια της συντροφικότητας, δυστυχώς, αποδεικνύεται αυστηρά περιορισμένη και μόνο σαν υπηρεσιακό κομματικό σας καθήκον. Μη στραβομουτσουνιάζετε, αγαπημένοι μου σύντροφοι, γιατί αν ήταν αλλιώς, εσείς που ζείτε κάπως αξιοπρεπώς οικονομικά, σίγουρα δε θα μ' είχατε αφήσει αβοήθητη, θα με είχατε βοηθήσει με τις όποιες δυνάμεις σας, στα όποια επίπεδα και τομείς, ώστε να μη βαλτώσω μες στη φτώχεια μου, που σημαίνει πως δε θα 'χα συρθεί να ρίξω άθελά μου σε δεύτερη μοίρα τις υποχρεώσεις μου την οργανωμένη πάλη. Θα μου πείτε πως ήταν υποχρέωση των συγγενών μου να μου συμπαρασταθούν. Διαφωνώ! Αυτοί δεν είναι κομμουνιστές. Δεν είναι σύντροφοί μου και σαν έρθει η ώρα της μεγάλης ταξικής σύγκρουσης, οι συγκεκριμένοι ή θα κλειστούν στο καβούκι ή θα σταθούν απέναντι, δίπλα στους εχθρούς του λαού.
Αν, λοιπόν, με δική σας πρωτοβουλία, μου 'χατε προσφέρει λίγο απ' το περίσσιο οξυγόνο σας ασφαλώς δε θα πάθαινα ασφυξία. Δεν το κάνατε όμως και δε γινόταν να σας το ζητήσω εγώ. Δεν είμαι ζητιάνα. Είμαι τόσο περήφανη και τόσο αποφασισμένη να πολεμήσω ενάντια στο καθεστώς που παράγει ζητιάνες - όποιας μορφής κι επιπέδου - που ενόψει του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ αποφασίζω να προσφέρω για την οικονομική ενίσχυση του Κόμματός μας όλα μου τα χρήματα...».
Σηκώνεται ορθή, ανακλαδίζεται να ξεμουδιάσει το ταλαιπωρημένο της κορμί κι ανοίγει το ντουλάπι της κουζίνας. Μισό κιλό φακή, ένα τέταρτο του κιλού μακαρόνια, μισό μπουκάλι σπορέλαιο και λίγο αλάτι, όλες κι όλες οι προμήθειες στα ράφια του. Ανοίγει και το μικρό ξεχαρβαλωμένο της ψυγείο. Λίγο παραπάνω από μισό κουτί γάλα εβαπορέ, δυο ελιές κι ένα κομματάκι τυρί ό,τι κουβαλά στα σωθικά του. Παίρνει βαθιά ανάσα κι αναζητά με το βλέμμα της τη φθαρμένη μα και μοναδική τσάντα της. Κάπου εκεί μέσα έχει φυλαγμένο ένα πενηντάευρω για εξαιρετικά έκτακτη ανάγκη. Χαμογελά και μονολογεί κατά το συνήθειο της, που τ' απέκτησε ανεβαίνοντας χρόνια τώρα μονάχη το Γολγοθά της φτώχειας της. «Με 50 ευρώ ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου σωνόμαστε. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να σωθούμε: Η ενίσχυση του ταξικού λαϊκού κινήματος. Μα για να δυναμώσει τούτο πρέπει πρώτα να δυναμώσει η μάνα του, το ΚΚΕ. Και για να δυναμώσει το ΚΚΕ χρειάζεται ανθρώπους και χρήμα. Φαντάσου λέει, μαζί με την εξόρμηση, την προκήρυξη και την αφίσα, στους χώρους δουλιάς και τις γειτονιές, να μπορούσε το ΚΚΕ να διαφημίσει την πραμάτεια του και μέσα απ' τα ηλεκτρονικά κι έντυπα ΜΜΕ που υπηρετούν τους αφεντάδες. Ε, ρε κέφια! Φαντάσου λέει, ο "902" τηλεοπτικός σταθμός κι ο "902" ραδιοφωνικός, να μπορούσαν να σταθούν οικονομικά όπως απαιτείται. Ε, ρε γλέντια! Φαντάσου λέει, να μπορούσε ο "Ριζοσπάστης" να διαφημιστεί μέσα απ' τις διαπλεκόμενες κεραίες τους και η "Σύγχρονη Εποχή" να 'χε τη δύναμη να προβάλλει τις εκδόσεις της. Ε, ρε επιτυχίες! Ε, ρε ζόρια που θα τραβήξουνε οι δικομματικοί εταίροι και οι ουρίτσες τους, σαν πάρει σάρκα και οστά η μαζική αφύπνιση του λαού. Εκεί να δεις συναίνεση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ. ΣΥΝ και Λ.Α.Ο.Σ... Με χεσμένα βρακιά θα τρέχουν να προλάβουν το κακό που τους βρήκε, οι κανάγιες»...
Η Ρηνιώ περιεργάζεται το τελευταίο της πενηντάευρω, ανάβει ένα τσιγάρο και ξαναπιάνει το μολύβι ν' αποτελειώσει την επιστολή.
«... Σύντροφοί μου, δε φτάνει να μπαίνετε στο σπίτι του φτωχού βιοπαλαιστή με "υπηρεσιακή" συνείδηση. Πρώτα πρέπει να χτυπάτε την πόρτα του με διάπλατα ανοιχτά συναισθήματα, ώστε ν' αφουγκραστείτε το προσωπικό του πρόβλημα. Επειτα να πάρετε διάφανα το πρόβλημά του και μπεσαλίδικα, κομμουνιστικά, να το συνδέσετε με τα κοινά προβλήματα, να νιώσει κι αυτός πως δεν είναι μόνος, ούτε ο μόνος που μαστιγώνεται απ' τον ιμπεριαλισμό. Και τέλος αν και όπως μπορείτε βοηθήστε τον και παραπέρα. Μόνο τότε θα τον πείσετε πως όντως αγωνίζεστε συνειδητά για τα παιδιά της Παλαιστίνης, του Ιράκ κλπ., άρα και για τα δικά του παιδιά πρώτα. Ισως, τότε σύντροφοί μου νιώσετε κι εμένα...».
Ανάβει ένα τσιγάρο ακόμη, καρφιτσώνει στην πρώτη σελίδα της επιστολής το χαρτονόμισμα και συνεχίζει το γράψιμο.
«...50 ευρώ έχω όλα κι όλα, σύντροφοι. Πάρτε τα. Δώστε τα στο Κόμμα από μένα και κυρίως απ' το στέρημα των παιδιών μου. Αυτό μπορώ να κάνω μόνο τούτη τη στράτα. Αύριο, αν χρειαστεί, θα δώσω και το αίμα μου, για να γυρίσει ο τροχός και να δρομολογηθεί επιτέλους ο σοσιαλισμός. Και μ' όλο το σεβασμό και την αγάπη που σας έχω. Είναι νομίζω ανάγκη να ζυγιάσετε κι εσείς στην παρούσα κατάσταση την οικονομική προσφορά σας στο μέλλον. Το δικό μου ζύγιασμα έδειξε 50 ευρώ. Δε γίνομαι φτωχότερη κι ας μην έχω ούτε σέντσι στο πορτοφόλι. Εμπρός, λοιπόν, όσοι δεν είστε αυστηρά μισθοσυντήρητοι κι έχετε ένα κάποιο οικονομικό απόθεμα, ενισχύστε το Κόμμα μας ενόψει του 17ου Συνεδρίου μ' ένα ολάκερο κόκκινο μισθό. Οι αυστηρά μισθοσυντήρητοι με μισό μισθό. Κι αυτοί που 'σαστε σαν κι εμένα και ζείτε γύρω απ' το όριο της φτώχειας, δώστε σύντροφοι ένα κόκκινο μεροκάματο, ακόμη κι αν χρειαστεί να το κόψετε απ' το γάλα των παιδιών σας, αφού πρώτα είναι συμφέρον των δραματικά φτωχών να δυναμώσει το ΚΚΕ κι έπειτα των υπολοίπων που κι αυτοί βασανίζονται απ' τον ιμπεριαλισμό.
Πριν κλείσω όμως την επιστολή μου, σύντροφοι, θα σας επιφορτίσω και με δυο λογάκια για την καθοδήγηση του Κόμματος, ξεκινώντας πάντα απ' την Κεντρική Επιτροπή. Πρέπει επιτέλους ν' αναλάβει αποφασιστικά κι αποτελεσματικά την ευθύνη της κατακόρυφης αύξησης του αισθήματος της συντροφικότητας».
Η Ρηνιώ πεισμένη πως δε λαθεύει, έβαλε σ' ένα φάκελο την επιστολή με το χαρτονόμισμα και κίνησε για την οργάνωση. Εκεί βρήκε το γραμματέα με άλλα τρία στελέχη της οργάνωσης να συζητούν στο μικρό γραφειάκι αριστερά και τους παρέδωσε το φάκελο. Επειτα έπιασε κι η ίδια την κουβέντα με 4-5 συντρόφους της που βρίσκονταν στο μεγάλο γραφείο. Αφού είπανε τα τυπικά κι αντάλλαξαν και κάμποσες απόψεις για τα τρέχοντα, τους καληνύχτισε και σηκώθηκε να φύγει. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω της άκουσε τη φωνή του γραμματέα. «Στάσου Ρηνιώ. Η επιστολή σου μας έκανε όλους να δούμε καθαρότερα τη θέση μας και τις υποχρεώσεις μας τη δοσμένη στιγμή απέναντι στο μέλλον. Ενα κόκκινο βδομαδιάτικο σκόπευα να προσφέρω για οικονομική ενίσχυση του Κόμματος ενόψει του 17ου Συνεδρίου. Λάθος μου, όμως, αφού μπορώ να προσφέρω πολλά περισσότερα και δίχως μάλιστα να ζοριστεί άγρια η καθημερινότητα της οικογένειάς μου. Να... νοικιάζω μια γκαρσονιερούλα σ' έναν εργένη. Ε, δυο νοίκια απ' την γκαρσονιέρα μαζί μ' ολόκληρο το δώρο των χριστουγέννων απ' τη δουλιά μου θα τα δώσω στο Κόμμα. Ο μισθός μου, ο μισθός της γυναίκας μου και το δώρο απ' τη δουλιά της θα μας φθάσουν να ψευτοπορευτούμε οικονομικά μέχρι να ματαπληρωθούμε. Κι οι άλλοι τρεις σύντροφοι που μαζί διαβάσαμε την επιστολή σου, αποφάσισαν πως ούτε αυτοί θα προσφέρουν λιγότερο από μισό ως ένα κόκκινο μισθό ο καθένας τους στο Κόμμα. Παράλληλα, αποφασίσαμε να δώσουμε όλοι και κάτι παραπάνω να καλύψουμε και το δικό σου πενηντάευρω. Να γιατί σου ζητώ να πάρεις πίσω τα χρήματά σου. Απλά είναι τα πράματα Ρηνιώ μου. Θα σφίξουμε εμείς λίγο παραπάνω το ζωνάρι της φαμίλιας μας, για να καταφέρεις να πορευτείς κάπως κι εσύ οικονομικά. Κράτα λοιπόν τα λεφτά σου να στήσεις τσουκάλι για τα παιδιά στο σπίτι».
Τη Ρηνιώ την πήραν πάλι τα ζουμιά και πάλι φόρτωσε την υγρασία των ματιών της στον καπνό του τσιγάρου της. Ο γραμματέας την αγκάλιασε και της πρόσφερε καρέκλα να τα πουν με την άνεσή τους, έτσι ίσως όπως δεν τα 'χαν πει τόσα χρόνια, με μια συντροφικότητα φουντωμένη πυρκαγιά. «Κάτσε Ρηνιώ, να παραγγείλω απέναντι δυο σουβλάκια κι ένα καραφάκι κοκκινέλι. Να τα πούμε με την ησυχία μας», την κανάκεψε και κάτι ψιθύρισε στα πεταχτά στους άλλους συντρόφους που 'ταν παρόντες. «Πάμε για τα σουβλάκια και το κρασί», είπαν αυτοί και χάθηκαν.
Απόφαγαν κι απόπιαν και πριν αυτή αποχωρήσει, εκείνος της είπε με φωνή βαθιάς υπευθυνότητας κι αντρίκειας αυτοκριτικής, «φτιάξε Ρηνιώ μου ένα καινούριο βιογραφικό και δώσ' το μας... λάθος μας ήτανε που σε διαγράψαμε». Εκείνη βάσταξε τα τελευταία του λόγια βάλσαμο στην επαναστατική της ψυχή και πετώντας στα ουράνια από ευτυχία έφτασε στο φτωχικό της. Σαν άνοιξε την πόρτα βρήκε τα παιδιά της να καμαρώνουν και τα δυο μπρος στο παλιό καθρέφτη. «Μαμάκα, ήρθαν κάποιοι σύντροφοί σου απ' το ΚΚΕ. Η οργάνωση μας έστειλε δώρο αυτά τα δύο μπουφάν. Και για σένα μαμά αφήσανε αυτό το φάκελο». Η Ρηνιώ με χέρια ιδρωμένα από αγωνία άνοιξε το φάκελο. Βρήκε μέσα 250 ευρώ κι ένα διπλωμένο λευκό χαρτί Το ξεδιπλώνει και διαβάζει. «Συγνώμη συντρόφισσα».
Ενας κόμπος βαθιάς συγκίνησης κι ασύγκριτου δέους της φράζει το λαιμό και λύνεται μέσα από ένα λυγμό χαράς κι αισιοδοξίας. Τα παιδιά της κουρνιάζουν μες στο βλέμμα της γεμάτα απορία. «Τι συμβαίνει μανούλα»; Τα σφίγγει τρυφερά στην αγκάλη της και τους εξηγεί. «Σε λίγο παιδιά μου ξεκινά το 17ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ του ΚΚΕ. Αυτό συμβαίνει!»
Της
Καλής ΓΚΕΛΜΠΕΣΗ-ΓΚΙΟΥΝΗ
Καλής ΓΚΕΛΜΠΕΣΗ-ΓΚΙΟΥΝΗ
(από το Ριζοσπάστη)
No comments:
Post a Comment