photo: EPA/Zoltan Balogh
Περιμένοντας
τον Γκοντό στην Ειδομένη
Του Απόστολου Λυκεσά
27 Μαΐου 2016
Η άδεια
συνοριογραμμή της Ειδομένης είναι σήμερα το άρτιο σκηνικό όπως το οραματίστηκε
ή το προφήτευσε ο Σάμιουελ Μπέκετ. Μια λεηλατημένη ύπαιθρος από την οποία
ένα υπερκόσμιο τέρας ρούφηξε όλη τη ζωή αφήνοντας μόνο μια προσδοκία,
χιλιαστική προσδοκία, ένα ψέμα που δεν έχει την ανάγκη, καν, να φορέσει φρου
φρου και κορδελίτσες, είναι περισσότερο ανάμνηση, η οποία θέλει να γεννήσει
κάτι αλλά, ούτε αυτό μπορεί.
Στην Ειδομένη βιώθηκε ο πυρήνας της Μπεκετικής τραγωδίας, ρημαγμένοι άνθρωποι, μουλιασμένοι από τη βροχή, ξεραμένοι από τον ήλιο, ανεμοσκορπισμένοι από τον Βαρδάρη, περίμεναν και περίμεναν, ζώντας το πλέον παράδοξο και βασανιστικό, μια νοσταλγία για κάτι που γνώριζαν από διηγήσεις και στο οποίο ποτέ δεν θα βρεθούν, παρόλα αυτά όμως, το διεκδίκησαν και το περίμεναν με πείσμα παιδιού και γενναιότητα κλασσικού ήρωα.
Στην Ειδομένη βιώθηκε ο πυρήνας της Μπεκετικής τραγωδίας, ρημαγμένοι άνθρωποι, μουλιασμένοι από τη βροχή, ξεραμένοι από τον ήλιο, ανεμοσκορπισμένοι από τον Βαρδάρη, περίμεναν και περίμεναν, ζώντας το πλέον παράδοξο και βασανιστικό, μια νοσταλγία για κάτι που γνώριζαν από διηγήσεις και στο οποίο ποτέ δεν θα βρεθούν, παρόλα αυτά όμως, το διεκδίκησαν και το περίμεναν με πείσμα παιδιού και γενναιότητα κλασσικού ήρωα.
Κι εμείς ήμασταν θεατές αυτής της παράστασης, όχι δίωρης, αλλά πολύμηνης
έκπληκτοι στην αρχή, «τι μας έλαχε να ζήσουμε!»
θορυβημένοι, «πόσο θα συνεχίζεται αυτό;»
συγκινημένοι, «για δες τι βγαίνει μέσα από την απελπισία…»
αρρωστημένοι φασίστες «…τι γκοντό, ρε, αυτοί είναι λαθρό…»
ανυπόμονα βαριεστημένοι , «πόσο θα πάει αυτό το έργο;»
θυμωμένοι, «μα, επιτέλους, πόσο θα κρατήσει ετούτη η παράσταση;»
εξοργισμένοι «ε, όχι και να κλείνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές»
εκπαιδευμένοι να περιμένουμε μια έκπληξη, μια ανατροπή, «τώρα κάτι θα
γίνει, να δεις, θα’ρθει ο Γκοντό, θα ανοίξουν τα σύνορα ή θα βαρεθούν και θα
φύγουν»
τέλος(;)
το έργο
τελείωσε και κυριολεκτικά κανείς δεν ήρθε, κανείς δεν έφυγε. Αντί για τις
κουρτίνες που κλείνουν και σημαίνουν το τέλος μιας παράστασης ήρθαν
μπουλντόζες, με σιδερένια δόντια να σαρώσουν και το ίδιο το σκηνικό.
Παίχτηκε το έργο με όλους του τους διαλόγους, τις συναισθηματικές
τραμπάλες, τις μονοτονίες και τις εκπλήξεις, τις εμφανίσεις που γεννούσαν
ελπίδες, τα νέα που άναβαν κεριά στο σκοτάδι. Το σκοτάδι και η ερημιά κάθε που
διακόπτονταν επέστρεφαν με μεγαλύτερη ένταση. Προσπάθησαν όπως οι ήρωες του
Μπέκετ, οι πρόσφυγες της Ειδομένης να ξεφύγουν οι ίδιοι, προσπάθησαν με κάθε
τρόπο, εξάντλησαν τα λογικά και μεταφυσικά δεδομένα κι ήταν σαν να ακουγόταν
διαρκώς η φράση που βάζει ο τραγικός να φωνάζει ένας από τους δύο βασικούς
ήρωες ο Βλαντιμίρ απευθυνόμενος προς τον Εστραγκόν ο οποίος προσπαθεί να φύγει
από την σκηνή:
«Ηλίθιε, δεν μπορείς να ξεφύγεις από κει».
Μόνο που το «ηλίθιε» απευθύνεται περισσότερο στους θεατές και μοιάζει όχι με προειδοποίηση αλλά με παγιωμένη αναπόφευκτα θανατερή διαπίστωση. Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει. Ίσως γιατί δεν έχει πουθενά να πάει, ίσως γιατί είναι ήδη εκεί που ήθελε να πάει, κι αυτό το εκεί, είναι αυτό που τον γέννησε, αυτό από το οποίο ήθελε να φύγει. Είναι και όνειρο και εφιάλτης σε ζωντανή μετάδοση με τις κάμερες να μεταδίδουν τρισδιάστατα τις εξελίξεις.
Μουγγοί και τυφλοί δευτεραγωνιστές στο έργο, πρωταγωνιστές στην αληθινή ζωή, εμφανίζονται σαν τους Λάκι και Πότζο στην παράσταση, οι Αφέντες πρώτα και κύρια, δήθεν υπόσχονται διπλωματικές λύσεις με την παρουσία και το επιτηδευμένο ενδιαφέρον τους αλλά δεν κάνουν άλλο παρά να γυρνάνε την ιστορία στην αρχή της, επαναλαμβάνουν με σαδιστικό τρόπο το αδιέξοδο και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για να βασανίσουν τον υπηρέτη, επιτρέποντας ή και διατάζοντας τον να φλυαρεί ακατάπαυστα, χωρίς ειρμό να παραληρεί στα δίκτυα νομίζοντας ότι καταλαβαίνει τι συμβαίνει, και πως όσα προτείνει είναι δήθεν, η σωτήρια πρωταγωνιστών και θεατών.
Η ερημιά του σκηνικού της Ειδομένης αντηχεί τώρα μόνο την ηχώ των δακρύων και τον αναστεναγμό των προσφύγων, οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να απευθυνθούν στους ευρωπαίους, και στον καθένα μας χωριστά, με μια ελάχιστη παραλλαγή της δυστοπικής διατύπωσης του Βίτγκεστάιν «αν τα λιοντάρια μπορούσαν να μιλήσουν την γλώσσα μας, πάλι, δεν θα μας καταλαβαίνατε».
Μόνο που το «ηλίθιε» απευθύνεται περισσότερο στους θεατές και μοιάζει όχι με προειδοποίηση αλλά με παγιωμένη αναπόφευκτα θανατερή διαπίστωση. Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει. Ίσως γιατί δεν έχει πουθενά να πάει, ίσως γιατί είναι ήδη εκεί που ήθελε να πάει, κι αυτό το εκεί, είναι αυτό που τον γέννησε, αυτό από το οποίο ήθελε να φύγει. Είναι και όνειρο και εφιάλτης σε ζωντανή μετάδοση με τις κάμερες να μεταδίδουν τρισδιάστατα τις εξελίξεις.
Μουγγοί και τυφλοί δευτεραγωνιστές στο έργο, πρωταγωνιστές στην αληθινή ζωή, εμφανίζονται σαν τους Λάκι και Πότζο στην παράσταση, οι Αφέντες πρώτα και κύρια, δήθεν υπόσχονται διπλωματικές λύσεις με την παρουσία και το επιτηδευμένο ενδιαφέρον τους αλλά δεν κάνουν άλλο παρά να γυρνάνε την ιστορία στην αρχή της, επαναλαμβάνουν με σαδιστικό τρόπο το αδιέξοδο και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για να βασανίσουν τον υπηρέτη, επιτρέποντας ή και διατάζοντας τον να φλυαρεί ακατάπαυστα, χωρίς ειρμό να παραληρεί στα δίκτυα νομίζοντας ότι καταλαβαίνει τι συμβαίνει, και πως όσα προτείνει είναι δήθεν, η σωτήρια πρωταγωνιστών και θεατών.
Η ερημιά του σκηνικού της Ειδομένης αντηχεί τώρα μόνο την ηχώ των δακρύων και τον αναστεναγμό των προσφύγων, οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να απευθυνθούν στους ευρωπαίους, και στον καθένα μας χωριστά, με μια ελάχιστη παραλλαγή της δυστοπικής διατύπωσης του Βίτγκεστάιν «αν τα λιοντάρια μπορούσαν να μιλήσουν την γλώσσα μας, πάλι, δεν θα μας καταλαβαίνατε».
πηγή: στο Κόκκινο
No comments:
Post a Comment