[..]
Τα πολύτιμα μέταλλα δεν τους χρησιμεύουν παρά μόνο σε
εξαιρετικά σπάνιες και κρίσιμες περιπτώσεις. Αξιολογώντας τα, λοιπόν, με βάση
τη χρησιμότητά τους, είναι λογικό να προτιμούν το σίδερο από τα πολύτιμα
μέταλλα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει χωρίς το σίδερο, όπως δεν μπορεί χωρίς
τη φωτιά και το νερό. Είναι το πιο χρήσιμο, το πιο σημαντικό μέταλλο στη φύση.
Το χρυσό και το ασήμι έχουν υπερτιμηθεί από ανοησία του ανθρώπου, λόγω της
σπανιότητάς τους. Στην Ουτοπία, όμως, ισχύει το αντίθετο. Πιστεύουν ότι η φύση,
σαν σπλαχνικός γονιός, παρέχει στον άνθρωπο τις μεγαλύτερες ευλογίες της
ελεύθερα και απλόχερα, όπως τον αέρα και το νερό και κρύβει ό,τι του είναι
ανώφελο και άχρηστο.
[…]
Ενώ λοιπόν τα πιάτα και τα ποτήρια τους είναι πήλινα ή
γυάλινα, όμορφα σχεδιασμένα αλλά από φτηνά υλικά, τα ουροδοχεία στα σπίτια και
στους δημόσιους χώρους είναι από χρυσό και ασήμι. Το ίδιο και οι αλυσίδες κι οι
χειροπέδες των δούλων. Σε μερικούς, μάλιστα, για διαπόμπευση φορούν ένα χρυσό
σκουλαρίκι, μια χρυσή αλυσίδα ή ένα χρυσό στεφάνι στα μαλλιά. Κάνουν ό,τι
μπορούν για να ευτελίσουν τα συγκεκριμένα μέταλλα. Για αυτό εκεί που αλλού οι
άνθρωποι προτιμούν να χάσουν το χέρι παρά το χρυσάφι ή το ασήμι τους, στην
Ουτοπία αδιαφορούν τελείως. Μαργαριτάρια βρίσκουν στην ακρογιαλιά, διαμάντια
και ρουμπίνια ανάμεσα στις πέτρες. Δεν σκοτίζονται να τα ψάξουν, αν όμως τα
βρουν κατά τύχη, τα γυαλίζουν και τα κάνουν στολίδια για τα παιδιά, που τους
αρέσουν και τα καμαρώνουν. Μόλις όμως μεγαλώσουν και καταλάβουν ότι είναι απλώς
μπιχλιμπίδια, ντρέπονται και τα βγάζουν από μόνα τους, χωρίς παρότρυνση των
γονιών τους, ακριβώς όπως από μια ηλικία και μετά παρατάμε εμείς τις κούκλες
και τα παιχνίδια μας.
[…]
Οι Ανεμόλιοι όμως μένουν μακριά και δεν έχουν συχνές επαφές
μαζί τους. Βλέποντάς τους να φορούν όλοι τα ίδια, φτωχικά κατά τη γνώμη τους
ρούχα, θεώρησαν δεδομένο ότι ντύνονταν έτσι από ανάγκη κι όχι από επιλογή.
Όντας λαός περισσότερο ματαιόδοξος παρά συνετός, αποφάσισαν να φορέσουν ό,τι
πιο βαρύτιμο είχαν ώστε να μοιάζουν με θεούς για να θαμπώσουν τους φτωχούς
κατοίκους της Ουτοπίας με τη μεγαλοπρέπειά τους. Έστειλαν λοιπόν, τρεις
πρεσβευτές με 100 ακόλουθους, ντυμένους οι περισσότεροι με μεταξωτά σε όλα τα
χρώματα της ίριδας. Οι δε πρέσβεις, ευγενείς στην πατρίδα τους, φορούσαν
χρυσοκέντητα μετάξια, ογκώδεις καδένες, σκουλαρίκια και δαχτυλίδια, όλα χρυσά
και καπέλα κεντημένα με σειρές μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια. Κοντολογίς,
ήρθαν ντυμένοι με όσα στην Ουτοπία θεωρούνται διακριτικά δουλείας, σύμβολα
διαπόμπευσης και μπιχλιμπίδια για μωρά.
Ήταν πολύ διασκεδαστικό να τους βλέπεις να κορδώνονται από
τη μία, συγκρίνοντας τα πανάκριβα ρούχα τους με τα λιτά ενδύματα των ντόπιων
που είχαν βγει στους δρόμους να τους δουν και να προκαλούν από την άλλη ακριβώς
την αντίθετη εντύπωση από αυτή που στόχευαν. Φάνταζαν τόσο γελοίοι στα μάτια
όσων δεν είχαν ταξιδέψει έξω από τη χώρα και αγνοούσαν τις συνήθειες των άλλων
λαών που, παρότι χαιρετούσαν με σεβασμό τους πιο απλοντυμένους από τους
υπηρέτες σαν να ήταν αυτοί οι πρεσβευτές, όταν είδαν τους πραγματικούς
διπλωμάτες φορτωμένους στο χρυσάφι, τους πέρασαν για δούλους και τους αγνόησαν
τελείως. Έπρεπε να βλέπατε τα πρόσωπα των μεγαλύτερων παιδιών που δεν έπαιζαν
πια με παιχνίδια κι ένιωθαν περιφρόνηση για τα παλιά μπιχλιμπίδια τους, να
σκουντούν τις μανάδες και να φωνάζουν, «Κοίτα αυτόν εκεί! Ολόκληρος άντρας να
φοράει μαργαριτάρια και διαμάντια σα μωρό» κι εκείνες να αποκρίνονται αθώα,
«Σώπα μη σε ακούσει, θα’ναι γελωτοποιός των πρεσβευτών». Άλλοι, πάλι, σχολίαζαν
πόσο άχρηστες αλυσίδες φορούσαν οι τρεις δούλοι, τόσο λεπτές που θα έσπαγαν με
το παραμικρό και τόσο χαλαρές που εύκολα μπορούσαν να τις βγάλουν και να το
σκάσουν.
Τη δεύτερη μέρα, όμως, οι πρεσβευτές διαπίστωσαν πως το χρυσό αφθονούσε στα σπίτια κι ότι οι ντόπιοι το περιφρονούσαν, όσο εκείνοι το θαύμαζαν. Παρατήρησαν, ακόμη, πως ένας απλός δούλος φορούσε περισσότερα χρυσαφικά από ό,τι κι οι τρεις μαζί. Ντράπηκαν, λοιπόν, για την πομπώδη επίδειξή τους και πέταξαν από πάνω τους τα κοσμήματα, ιδιαίτερα όταν, μετά από φιλική συζήτηση με τους οικοδεσπότες τους, κατάλαβαν πόσο διαφορετικά έβλεπαν εκείνοι τα πράγματα. Οι κάτοικοι της Ουτοπίας απορούν πώς είναι δυνατό να γοητεύεται κανείς από την αδύναμη λάμψη μιας πέτρας, όταν είναι σε θέση να θαυμάζει τη λάμψη των αστεριών και πώς μπορεί να θεωρεί ότι είναι καλύτερος από τους άλλους επειδή φοράει πιο φίνα ρούχα. Στο κάτω-κάτω, όσο φίνα κι αν είναι, δεν είναι παρά κατεργασμένο μαλλί προβάτου και τα πρόβατα είναι πάντα πρόβατα, όσο φίνο μαλλί κι αν έχουν. Το ίδιο απορούν, όταν ακούν, ότι όλοι οι υπόλοιποι λαοί αγαπούν ένα μέταλλο εντελώς άχρηστο όπως το χρυσάφι, σε σημείο να το θεωρούν σημαντικότερο από τον άνθρωπο, για χάρη του οποίου δημιουργήθηκε και ο οποίος του έδωσε την αξία που έχει. Εκπλήσσονται δε ακούγοντας ότι ένας άξεστος, ένα ξύλο απελέκητο, ανήθικος όσο και βλάκας, μπορεί να έχει στην υπηρεσία του πολλούς καλούς κι έξυπνους ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή τυχαίνει να διαθέτει σωρό αυτό το άχρηστο μέταλλο.
[…]
Thomas More, UTOPIA