Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται (μέρος 2,5) :
γερμανία 1948, αργεντινή 2001, ελλάδα 1974, ελλάδα 2013(?)
2012.11.23
τέκι
Εδώ και ένα χρόνο
τουλάχιστον είναι της μόδας στην ελλάδα να μιλάμε για τη δημοκρατία της
βαιμάρης, βρίσκοντας διάφορες αναλογίες. Προσωπικά δεν μου αρέσει ιδιαίτερα όχι
γιατί δεν υπάρχουν αναλογίες, αλλά διότι ξεχνώντας βολικά τις χαοτικές διαφορές
τείνουμε να γενικεύουμε. Παρόλαυτά σήμερα θα προσπαθήσω να κάνω μια παρόμοια
αναλογία και να συνδέσω τις χώρες και τις εποχές του τίτλου. Γιαυτό ξεκινώ με
ένα disclaimer. Αν σας πείσει η αναλογία μου, μην την γενικεύσετε, διότι αυτή
αφορά αυστηρά το γεγονός για το οποίο θα μιλήσω. Αυτό από μόνο του πιστεύω πως
είναι αρκετά δηλωτικό.
Το θείο τραγί και
η ιστορία της λήθης
Η ανάγκη για και οι
λειτουργίες του αποδιοπομπαίο τράγου είναι μια καλά επεξηγημένη ιστορία από την
αρχαιότητα οπότε δεν χρειάζεται να προσθέσω πολλά πράγματα εγώ. Παρότι οι
άνθρωποι κουβαλάμε την ενοχή της γνώσης σε προσωπικό επίπεδο, οι κοινωνίες
έχουν την τάση να την αποτινάσσουν γρήγορα, να την πετάνε στη γωνία και να
συνεχίζουν προσποιούμενες πως είναι ξανά παρθένες. Δεν είμαι χριστιανός για να
χρειάζομαι προπατορικό αμάρτημα, όμως μου αρέσει να θυμάμαι, διότι οι εμπειρίες
είναι από τα ελάχιστα ωραία πράγματα που γίνονται καλύτερα όσο μεγαλώνεις.
Το 1946-48 μεγάλο μέρος
της γερμανίας είναι ισοπεδωμένο. Το σοκ του πληθυσμού είναι ακόμα νωπό, πολλοί
άντρες βρίσκονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι νικητές του πολέμου δεν
έχουν αποφασίσει ακόμα τι θα κάνουν με την κατακτημένη χώρα. Στις ΗΠΑ μόλις
τείνει να κερδίσει η άποψη ότι η γερμανία πρέπει να παραμείνει ένα βιομηχανικά
ανεπτυγμένο προτεκτοράτο σε αντίθεση με την άλλη άποψη που ήθελε τη γερμανία να
γίνει ένα βουκολικό κράτος με ελάχιστες δυνατότητες βιομηχανικής παραγωγής. Κι
αυτή η άποψη τείνει να κερδίσει ταυτόχρονα με την άποψη ότι οι σοβιετικοί είναι
ο νέος εχθρός που πρέπει να περιοριστεί, μια άποψη που ενστερνίστηκαν οι
επίγονοι του ρούσβελτ, ο οποίος δεν θεωρούσε τους σοβιετικούς ιδιαίτερη απειλή.
Εδώ γύρω λοιπόν αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα αφήγηση. Ο ναζισμός ήταν μια
σατανική ιδεολογία, οι γερμανοί δεν είναι σατανικοί, άρα δεν μπορούν να είναι
και ναζιστές. Οι ηττημένη ιδεολογία, άχρηστη πια φορτώνεται όλο το βάρος των
“ελαττωμάτων” της “φυλής” στην καμπούρα της και στέλνεται έξω από την πόλη.
Ξεκινάει λοιπόν μια έντονη
προσπάθεια αποναζιστικοποίησης που βασικό στόχο έχει να ξεπλύνει τη γερμανική
κοινωνία από τον σατανικό ναζισμό που την παρέσυρε. Μόνο που φυσικά δεν μπορείς
να αλλάξεις λαό και να φέρεις έναν άλλο στη θέση του, ή -για να το θέσω με τα
λόγια του αντενάουερ- “δεν μπορείς να πετάξεις τα βρομόνερα πριν βρεις καθαρά,
οπότε η αποναζιστικοποίηση αποτελείται κυρίως από την απάλειψη του τίτλου και
μια αδιόρατη ενοχή που όμως σκεπάζεται από ένα ταμπού, λίγο σαν να μιλάμε για
διάρροια στη μέση ενός οικογενειακού τραπεζιού. Δεν είναι τυχαίο που όταν μέρος
της επόμενης γενιάς αποφάσισε να συγκρουστεί και να αντιμετωπίσει αυτή την
υποκρισία της προηγούμενης, αντιμετωπίστηκε με απίστευτη σκληρότητα.
Εδώ πολυτεχνείο
Είμαι παιδί του πασόκ και
μεγάλωσα στη μέση ακριβώς του μύθου του πολυτεχνείου. Με τις σχολικές γιορτές,
τη φωνή της δαμανάκη, τα τραγούδια, ολόκληρη οικοσκευή. Κι ακόμα καλύτερα. Το
γεγονός πως υπήρχαν και διάφοροι καθηγητές στο σχολείο που αντιμετώπιζαν το πολυτεχνείο
ακριβώς σαν να μιλάς για σκατά στο οικογενειακό τραπέζι, λειτουργούσε ακόμα πιο
μυθικά. Οι εχθροί του πολυτεχνείου δεν είναι κάπου εκεί πίσω στο παρελθόν
ηττημένοι. Οι εχθροί του πολυτεχνείου ήταν ακόμα γύρω σου.
Έτσι χρειάστηκε να
περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσω το ένοχο μυστικό που η γιορτή
του πολυτεχνείου ήθελε να κρύψει. Άρχισα να το βρίσκω σε αντιδραστικούς σαν τον
ραφαηλίδη, σε αποστροφές τρελών σαν τον θοδωράκη, σε πίκρα για αυτούς που
καπηλεύονται τη μνήμη του. Και ξαφνικά το έβλεπες παντού, σαν κάτι που άπαξ και
το είδες σου φαίνεται αδύνατο να ήταν κρυμμένο τόσα χρόνια. Το πολυτεχνείο
εφευρέθηκε ως μύθος προκειμένου μέσα του να ξεπλυθεί μια ολόκληρη κοινωνία από
την ενοχή της για την ανοχή της προς την 7ετία της χούντας. Αυτοί που
καπηλεύονταν το πολυτεχνείο, δεν ήταν διάφοροι επιτήδειοι που πήδηξαν στο τρένο
σαν λαθρεπιβάτες, ήταν μια ολόκληρη κοινωνία που στα πρόσωπα αυτών των
επιτήδειων έβλεπε τους τύπους που μιλάνε για σκατά στο οικογενειακό τραπέζι.
Κομμένες οι μαλακίες, η
ελληνική κοινωνία δεν αντιστάθηκε στη χούντα. Αρκετοί ίσως να μην τη
συμπαθούσαν, αλλά με τον τρόπο που δεν συμπαθείς έναν ακροδεξιό μπάρμπα που
προσπαθεί να μιλήσει για τους εβραίους που σταύρωσαν τον χριστό στο
οικογενειακό τραπέζι. Φύλλο δεν κουνήθηκε αν εξαιρέσεις τους συνήθεις τρελούς ή
αριστερούς που αντιστέκονταν. Είτε γιατί η χούντα τους κυνηγούσε καθώς τους
θεωρούσε τον υπ’αρ. 1 κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία, είτε γιατί οι ίδιοι
έφαγαν την πετριά και αποφάσισαν να αναλάβουν την ευθύνη να μιλήσουν για μια
κοινωνία που σιωπούσε. Το πολυτεχνείο ήταν και το ίδιο μια φωτοβολίδα 300
προβοκατόρων ακριβώς όπως έλεγε και η ανακοίνωση του κκε. Εντάξει δεν ήταν 300,
ήταν 1000 ή 2000 αλλά thats all folks. Μια ηρωική φωτοβολίδα μαζί με μερικές
ακόμα διάσπαρτες σε 7 χρόνια σκότους.
Και ξαφνικά καθώς η χούντα
κατέρρευσε λόγω κύπρου, ήρθε το πολυτεχνείο να καλύψει το τεράστιο κενό. Η
περιβόητη αποχουντοποίηση έγινε περισσότερο από τη 17Ν παρά από την ίδια την
κοινωνία ή το κράτος. Κάτι σαν την αποναζιστικοποίηση ένα πράγμα, αν όλοι
είμασταν αντιστασιακοί στη χούντα, τότε δεν υπάρχει λόγος για αποχουντοποίηση.
Κι από εδώ παν κι οι άλλοι.
Στα χρόνια της
νεοφιλελεύθερης χολέρας
Δεν θα ασχοληθώ με την
αργεντινή γιατί τα έχω γράψει πολλές φορές με τελευταία στο προηγούμενο
επεισόδιο. Και θα ασχοληθώ κατευθείαν με αυτό που καταλαβαίνω πως αποτελεί τη
νέα αφήγηση της ελληνικής κοινωνίας όπως μάλλον δείχνει πως αποκρυσταλλώνεται.
Την έχω γράψει και παλιότερα περισσότερο αστειευόμενος αλλά τελικά τα αστεία
μερικές φορές είναι πολύ πετυχημένα. Η αφήγηση λοιπόν θα είναι λίγο πολύ η
εξής:
Η ελλάδα στέναζε επί μια
δεκαετία υπό τον ζυγό της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και η ελληνική κοινωνία
έσφιγγε τα δόντια και το ζωνάρι την ώρα που μια χούφτα ανθρώπων πλούτιζε σε
βάρος της. Υπήρχαν φυσικά μερικοί παραστρατημένοι που θαμπώθηκαν από τη λάμψη
του iphone, του γιουρο και των ολυμπιακών, αλλά αυτοί δεν ήταν η πλειοψηφία η
οποία αντιστεκόταν και περίμενε καρτερικά την απελευθέρωση. Οι πυρήνες της
φωτιάς θα θεωρηθούν ως οι πρώτοι θύλακες αντίστασης και ο δεκέμβρης του 2008 θα
είναι το νέο πολυτεχνείο.
Σε αυτή την αφήγηση -όπως
και στις υπόλοιπες παραπάνω- όλοι οι καλοί χωράνε. Όλοι θα μπορούν να
ταυτιστούν με τον λαό που αγωνίζεται, διότι κανείς δεν άνηκε στην κακή τάξη που
πλούτιζε. Αυτή θα παραμείνει ένα φάντασμα χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο όπως οι
φιλοχουντικοί και οι ναζί μετά τον πόλεμο. Και η ταβερνιάρισσα στην ύδρα θα
παραμείνει ως μια ηρωική μορφή αντίστασης των τοπικών κοινωνιών απέναντι σ’ ένα
ανάλγητο κράτος που είχαν σφετεριστεί οι νεοφιλελεύθεροι.
Μέσα εκεί ακόμα και οι
φαρμακοποιοί είναι μια τάξη που αγωνίζεται για επιβίωση απέναντι στη
νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, όπως μου έγραψε πρόσφατα ένας ευφάνταστος αλλά γνήσιος
αγωνιστής σχολιαστής.
Οκ μην τα πάρετε όλα αυτά
τοις μετρητοίς, εγώ προσπαθώ να σας δώσω τη γενική αφήγηση, οι επιμέρους
λεπτομέρειες και οι βαριάντες πάνω στο ίδιο θέμα θα είναι δεκάδες. Άλλες
χοντροκομμένες σαν την παραπάνω περιγραφή, άλλες πιο εκλεπτυσμένες και για
υποψήφιους διδάκτορες.
Και γιατί αυτό
είναι πρόβλημα μωρή κακιασμένη?
Τίποτα δεν είναι κακό. Στα
πλαίσια που οι κοινωνίες συνεχίζουν να πορεύονται, οι ζωές των παλιών γενιών
τελειώνουν και νέες παίρνουν τη θέση τους οι αφηγήσεις είναι σημαντικό πράγμα
για τη λειτουργία των κοινωνιών. Και σπάνια υπάρχουν πραγματικά κακές
αφηγήσεις, διότι οι περισσότερες ξεκίνησαν ως επιτυχημένες την καριέρα τους. Το
μόνο αγκαθάκι σε αυτό, είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτω τόσα χρόνια,
παροτρύνοντας τους άλλους να ξεχάσουν τις λεπτομέρειες, τα πακέτα, το χρέος και
τις οικονομικές παραμέτρους. Διότι το μόνο αγκαθάκι, είναι να ορίσουμε ως
κοινωνία το πως θέλουμε να ζούμε. Το πως αντιμετωπίζουμε το παρελθόν μας και
πως ορίζουμε τους εαυτούς μας στο σήμερα.
Η παραπάνω αφήγηση λοιπόν
έχει ένα βασικό πρόβλημα. Αφού κανείς από το 99% δεν ήθελε αυτά που συνέβαιναν,
τότε δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει και τίποτα πέρα από το να φάμε αυτό το 1%.
Φυσικά το τελετουργικό
φάγωμα του 1% είναι όχι μόνο απαραίτητο για τεχνικούς, αλλά επιβεβλημένο για
ηθικούς λόγους και λόγους παραδειγματισμού και ισότητας, όμως σύντομα αυτή η
γραμμή λογικής φτάνει στο τέρμα της. Αφού δεν φταίει κανείς άλλος, τότε όλοι
δικαιούνται να ζητούν την επιστροφή στην “κανονικότητα” όπως τη θεωρεί ο
καθένας. Δηλαδή την επιστροφή στη δεκαετία του νεοφιλελεύθερου ζυγού, ή των
ανέμελων 90ς του παπαθεμελή. Μόνο που αυτό είναι αδύνατο να το τάξει
οποιαδήποτε κυβέρνηση. Κι εκεί θα αρχίσουν οι ρωγμές. Εκεί θα αρχίσουν να σπάνε
οι κοινωνικές συμμαχίες, οι ανισότητες θα διατηρηθούν, διότι αφού όλος ο λαός
αγωνιζόταν την εποχή της χαμένης δεκαετίας του 2000, θα θεωρεί δίκαιο να
κρατήσει τα λάφυρα του αγώνα του. Η υπεράσπιση οποιασδήποτε μορφής εργασίας,
είναι ένα σόφισμα που δεν αντέχει σε 2 λεπτά κριτικής. Διότι αποδέχεται πως
κάθε εργασία που δομήθηκε κατά το παλιό πρότυπο είναι κατά βάση δίκαιη και
δικαιολογημένη. Άρα ή ζουσαμε σ’έναν δίκαιο κόσμο και δεν χρειάζεται να
αλλάξουμε κάτι, ή κάποιοι είναι απλά πολύ κολλημένοι με τα προνόμιά τους.
Σε αυτό το σημείο κάθε
κυβέρνηση θα είναι παγιδευμένη στις επιλογές της νέας αφήγησης. Ή θα
δυσαρεστήσει τους “αγωνιστές” και θα αποκτήσει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, ή θα
βρει μια διέξοδο σε μια κευνσιανου τύπου αναδιανομή μέσω των άνισων και
τεμαχικών αυξήσεων των μισθών που όμως θα τους κρατάνε όλους λίγο πολύ σε μια
κατάσταση ελεγχόμενης δυσαρέσκειας, λίγο πολύ σαν την αργεντινή δηλαδή. Για να
συμβεί αυτό θα πρέπει να περάσει στη δραχμή ή να περιμένει πότε οι ευρωπαίοι θα
δεήσουν να το κάνουν και οι ίδιοι. Και οι δύο προοπτικές δεν είναι ακριβώς μέσα
στα γλυκά και τα λουλούδια.
Το καλύτερο όμως απ’ όλα
θα είναι ότι η ίδια η αφήγηση της επαναστατικής αλλαγής και της αντίστασης στα
χρόνια της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας θα έχει σπείρει τους σπόρους της
καταστροφής της. Διότι όλοι εμείς οι μικροαστοί με τις δάφνες των αγώνων μας,
θα είμαστε αυτοί που θα πριονίσουμε το δέντρο της αλλαγής. Οι πρόσφατες
διαμαρτυρίες των αργεντίνων στους δρόμους είναι δηλωτικές. Ζητάνε
ελευθερία (εμπορίου), ελευθερία (στις συναλλαγματικές συναλλαγές), ελευθερία
του τύπου (του αντίστοιχου μπομπολιστάν και του δολ), ειρήνη (με τους πιστωτές)
και προβλεψιμότητα στη ζωή τους (δηλαδή μονεταρισμό). Ζητάνε φυσικά και
καταπολέμηση της διαφθοράς που η κυβέρνηση δεν έχει προσφέρει (διότι είναι
σχεδόν οι ίδιοι άνθρωποι που βρίσκονταν στην κορυφή της διαφθοράς στα χρόνια
της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας). Κι ύστερα μετά οι αφελείς αναρωτιόμαστε, πως
γίνεται να μαζεύονται τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και να ζητάνε την
επιστροφή στο καθεστός εκείνο το οποίο τους έφερε στην κρίση. Πώς γίνεται να
εμφανίζεται ξαφνικά ένα 10% του πληθυσμού που θέλει να ψηφίσει ένα ναζιστικό
κόμμα? Τόσο εύκολα ξεχνάνε οι άνθρωποι?
Όχι οι άνθρωποι δεν
ξεχνάνε τόσο εύκολα. Ξεχνάνε κατά βάση βολικά. Κι όταν η νέα αφήγηση είναι
δομημένη για να δημιουργήσει νέους μύθους ενός καλού λαού που αγωνίζεται, τότε
είναι πολύ εύκολο να περάσεις στο επόμενο στάδιο και να βρεις ότι δεν υπάρχει
τίποτα ιδιαίτερα κακό στην ελευθερία των καρτέλ του τύπου. Ειδικά όταν
συνδυάζεται και με μια πολύ βολική ελευθερία στις συναλλαγματικές συναλλαγές,
ακριβώς δηλαδή εκεί που αυτή τη μικρομεσαία τάξη τη συμφέρει να ποντάρει. Διότι
και για αρκετούς αργεντίνους, δεν υπάρχει τίποτα κακό στο νέο iphone ή σ’ένα
ταξίδι στην ευρώπη. Διότι η νέα αφήγηση δεν είπε ποτέ ότι αυτά ήταν μέρος του
παλιού κόσμου που τους εξαθλίωσε. Είπε απλά ότι υπήρχαν κάτι κακοί τύποι που
ήταν νεοφιλελεύθεροι και ήθελαν να ξεπουλήσουν τη χώρα στους ξένοι. Όπως εξίσου
απλά περάσαμε από τη χούντα στη μεταπολίτευση λες και ξεχάσαμε πως τον πόλεμο
στην ελλάδα τον κέρδισαν οι συνεργάτες των ναζί, ικανό κομμάτι των απογόνων των
οποίων διαθέτει ακόμα τις περιουσίες των εβραίων ή των αριστερών που άρπαξαν τι
καλές μέρες της εθνικοφροσύνης.
Θα μου πεις ρε μεγάλε -στο
σημείο που βρισκόμαστε- αυτά είναι καλλιγραφίες στον κώλο της μαιμούς. Δώσε μας
10 χρόνια ανάπτυξης και μετά ας γκρινιάζουν οι μαλάκες. Εδώ όμως είναι ο μικρός
αστερίσκος που μας λέει ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως συνταγούλα.
Υποψιάζομαι πως ακόμα και με το πιο φιλόδοξο σχέδιο ανταρσύτικης ανάκαμψης και
ανάτασης της κοινωνίας, η πολυπόθητη δεκαετής ανάπτυξη δεν θα έρθει. Φυσικά δεν
θα είμαστε το -8% το χρόνο, αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται και η δύναμη της παγίδας
που μπορεί να σου στήσει μια αφήγηση. Διότι το λίγο χειρότερα μπορεί εύκολα να
πεταχθεί στα σκουπίδια. Μια κοινωνία που δεν έχει καταλάβει ποιο είναι το
πρόβλημα του να αλλάζεις κινητό κάθε χρόνο και αυτοκίνητο κάθε 5 που δεν έχει
αντιληφθεί τι σημαίνει να σου καθαρίζει το σπίτι ένας προλετάριος χωρίς
δικαιώματα ενώ την ίδια στιγμή θεωρεί πως η αμοιβή της εργασίας της είναι
μονίμως και σταθερά δικαιολογημένη ανεξαρτήτως ύψους, μια κοινωνία που θεωρεί
τον ραντιερισμό ύψιστη μορφή επιτυχίας, θα αντιδράσει πολύ γρήγορα στην μη
επανάκτηση αυτών των κεκτημένων.
Και τότε θα αναρωτιόμαστε
πάλι τι πήγε λάθος και τα έρμα μας ψοφάνε. Διότι αυτή είναι η ευτυχία της
κατάρας των ανθρώπων της βολικής λήθης.
πηγή: τέκι