Νοικοκυραίοι και νοικοκύρηδες
26 Σεπτεμβρίου, 2018
Η θανάτωση του Ζακ Κωστόπουλου έφερε ξανά στη δημόσια
συζήτηση τον όρο «νοικοκυραίοι».
Σταχυολογώ τίτλους πρόσφατων δημοσιευμάτων: Οι «νοικοκυραίοι» και το
τέρας, στην
ΕφΣυν,
Ο Ζακ ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που τον δολοφόνησαν οι «νοικοκυραίοι» της Μαρίας Λούκα στην Popaganda, Οι
άριστοι «νοικοκυραίοι» και οι απειλές για την κοινωνία τους στο altsantiri, Φονιάδες
των λαών νοικοκυραίοι στον
Provocateur (το σύνθημα προϋπήρχε) με τη λέξη αυτή, που τη βρίσκω επίσης και σε
πόλλά άλλα άρθρα, καθώς και σε αμέτρητες δημοσιεύσεις στο Φέισμπουκ.
Σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν συμφωνώ κατ΄ανάγκη με το
περιεχόμενο των άρθρων (δεν τα έχω άλλωστε διαβάσει όλα), ούτε δέχομαι
υποχρεωτικά ότι τον Ζακ τον δολοφόνησαν νοικοκυραίοι εντός ή εκτός εισαγωγικών
-δύο-τρία άτομα άλλωστε είδαμε να τον κλωτσούν με δύναμη στο κεφάλι, όχι κάποιο
πλήθος.
Αλλά προς το παρόν εδώ λεξιλογούμε. Και θα
λεξιλογήσουμε για τη λέξη «νοικοκυραίοι» και τη διαφορά της, αν υπάρχει, από
τους νοικοκύρηδες.
Ν’ αρχίσουμε από την αρχή. Ο νοικοκύρης είναι λέξη που
εμφανίστηκε στα μεσαιωνικά χρόνια. Ανάγεται στο οικοκύριος > οικοκύρης. Και
από τον οικοκύρη, ακριβώς με τη συνεκφορά «τον οικοκύρη» που οδήγησε σε
επανανάλυση: «τον οικοκύρη» –> «το νοικοκύρη» πλάστηκε η νέα ονομαστική νοικοκύρης.
Αυτή η επανανάλυση έχει επίσης δώσει τύπους όπως μπαλάσκα (την παλάσκα),
γκαμήλα (την καμήλα), κτλ. αλλά ο νοικοκύρης είναι το μοναδικό παράδειγμα της κοινής
νεοελληνικής όπου από την επανανάλυση προστίθεται αρχικό νι σε λέξη από φωνήεν.
Λέω «της κοινής» διότι σε διαλέκτους ή στην αργκό έχουμε κι άλλα παραδείγματα,
π.χ. ο νώμος (τον ώμο).
Ο νοικοκύρης σχηματίζει τον πληθυντικό «οι
νοικοκύρηδες» και, σε πιο ανεπίσημο ύφος, «οι νοικοκυραίοι». Αυτός ο
πληθυντικός σε -αίοι έχει ενδιαφέρον.
Το παραγωγικό τέρμα -αίοι έχει την αφετηρία του σε
αρχαία επίθετα πχ αγοραίος, κορυφαίος, τελευταίος, που παράγονταν από
ουσιαστικά σε -α (ή σε α μακρό που είχε τραπεί σε η στην αττική και ιωνική
διάλεκτο) με το επίθημα -ιος. Εμφανίστηκε κατ’ αρχάς ως πατριδωνυμικό:
Αθηναίοι, Ρωμαίοι. Φυσικά, εδώ ο ενικός είναι Αθηναίος, Ρωμαίος.
Από τα μεσαιωνικά χρόνια αρχίζει να εμφανίζεται το
επίθημα -αίοι στον πληθυντικό λέξεων που δεν έχουν ενικό σε -αίος, πχ
καβαλαραίοι, Σαρακηναίοι, κι έτσι αυτονομήθηκε.
Σήμερα, εμφανίζεται καταρχάς ως επίθημα σε
πληθυντικούς οικογενειακών ονομάτων, και μάλιστα πολλές φορές με τη σημασία
όλων των μελών μιας ευρύτερης οικογένειας, για το σόι δηλαδη, π.χ. οι
Κολοκοτρωναίοι. Λέγεται βέβαια και για μια πυρηνική οικογένεια, πχ μας έκαναν
επίσκεψη οι Παπαδοπουλαίοι. Από εκεί και τα πάμπολλα τοπωνύμια σε -αίικα (ή
-έικα αν προτιμάτε).
Επίσης, το -αίοι εμφανίστηκε ως επίθημα για τον
σχηματισμό παράλληλων τύπων του πληθυντικού αρσενικών ουσιαστικών, συνήθως σε
-ης, που δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα: μουσαφιραίοι (παράλλ. τ. του
μουσαφίρηδες), τσαγκαραίοι, φουρναραίοι, νοικοκυραίοι, καπεταναίοι. Κάποτε ο
τύπος αυτός είναι σαφώς μειωτικός (π.χ. σκουπιδιαραίοι), κάποτε όχι. Οι
νοικοκυραίοι ως πρόσφατα δεν είχαν μειωτική χροιά. Πάντως, οι τύποι σε -αίοι
είναι λαϊκότεροι, οικειότεροι. Προσθέστε αν θέλετε στον κατάλογο και άλλους
τύπους πληθυντικού σε -αίοι (που να μην έχουν ενικό σε -αίος, δηλ. όχι οι
νεολαίοι).
Να προσεχτεί ότι ο πληθυντικός αυτός δεν έδινε
-τουλάχιστον ως τώρα- νέο ενικό, δηλαδή λέμε μεν οι μουσαφιραίοι αλλά όχι ο
μουσαφιραίος. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε τη λέξη «οι νοματαίοι», χωρίς ενικό,
όπου ο παράλληλος τύπος υπερτερεί σαφώς έναντι του «κανονικού» τύπου «οι
νομάτοι» (Η λέξη έχει ενδιαφέρουσα ετυμολογία: τα ονόματα -> οι ονομάτοι
-> οι νομάτοι -αξίζει αρθράκι).
Για λόγους πληρότητας, να αναφέρω και το κομματώνυμο
Συριζαίος- Συριζαίοι, που επηρεάστηκε μάλλον από τα οικογενειακά σε -αίοι. Το
2012
που είχαμε γράψει το σχετικό άρθρο δεν είχε ακόμα καθιερωθεί, σήμερα είναι απολύτως
καθιερωμένο -γέννησε και το προσβλητικό «Ζαίος», που εξαιτίας του μάλωσα με τον
φίλο μας τον Ριβαλντίνιο. Καλός, χρυσός αλλά όχι να με βρίζει κιόλας. Τέλος της
παρένθεσης, πάμε στους νοικοκυραίους.
Παλιότερα, ο τύπος «νοικοκυραίοι» δεν είχε διαφορά
σημασίας από τους «νοικοκύρηδες», πέρα από το ότι ήταν οικειότερος και
λαϊκότερος.
Ο νοικοκύρης, με τη σημασία αυτή, είναι ο
καταστηματάρχης, έμπορος ή βιοτέχνης. Όχι ο μεγαλοαστός, ο εργοστασιάρχης. Ο
σχετικά ευκατάστατος μικροαστός όμως, που έχει κάποια κτηματική περιουσία,
κάποια θέση στην κοινωνία, που τον καλό τον καιρό δεν δυσκολεύεται να τα φέρει
βόλτα. Οι νοικοκυραίοι της φωτογραφίας στο εξώφυλλο του βιβλίου του Νίκου
Ποταμιάνου είναι καλό παράδειγμα.
Στο χωριό, ο νοικοκύρης είναι ο εύπορος αγρότης, που
έχει αρκετή κτηματική περιουσία ώστε να φέρνει εργάτες να δουλεύουν, όπως δεν
θέλησε να γένει ο Βασίλης του πασίγνωστου δημοτικού τραγουδιού:
.
Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Ο νοικοκύρης, βλέπετε, θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται
απο συντηρητισμό. Αν δεν φέρεσαι φρόνιμα και δεν συμβιβάζεσαι με τους ισχυρούς,
είναι πιο δύσκολο να κάμεις αμπελοχώραφα. Ωστόσο, ο παραδοσιακός, ας πούμε,
νοικοκύρης παρουσιάζει επίσης θετικές αξίες: εργατικότητα, σεμνότητα, σφιχτή
διαχείριση των οικονομικών του χωρίς καταναλωτικές υπερβολές, επένδυση στην
εκπαίδευση των παιδιών του.
Πότε πήρε απερίφραστα αρνητική χροιά ο πληθυντικός
«νοικοκυραίοι»; Δεν έχω την απάντηση, ίσως με βοηθήσετε -θα έλεγα, πάντως, μετά
το 1980, ίσως και στον αιώνα μας. Πάντως, όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ έλεγε, στις
αρχές της δεκαετίας του 1980, πως η Νέα Δημοκρατία είναι «το κόμμα των
νοικοκυραίων» ασφαλώς δεν είχε κατά νου την απερίφραστα αρνητική σημασία. Το
διατύπωνε έτσι για μεγαλύτερη οικειότητα -αντί για «κόμμα των νοικοκύρηδων».
Σήμερα όμως υπάρχει σαφής διαφορά σημασίας ανάμεσα
στον τύπο «νοικοκυραίοι» και στον τύπο «νοικοκύρηδες», σε σημείο που, ακριβώς
επειδή υπάρχει διαφορά στον πληθυντικό, έχει πλαστεί και νέος ενικός, «ο
νοικοκυραίος» (αυτό πρέπει να έγινε μέσα στον αιώνα μας).
Ποια είναι η διαφορά; Πολλά έχουν γραφτεί -ας πούμε
τώρα που γκούγκλιζα βρήκα ένα άρθρο
του Θύμιου Καλαμούκη της
Ελληνοφρένειας, προ πενταετίας, που μάλιστα έχει ίδιον τίτλο με το δικό μου. «Δύο
ίδιες λέξεις, σχεδόν ομόηχες, με διαφορετική χρήση και σίγουρα με διαφορετική
έννοια. Η λέξη «νοικοκύρηδες» περιγράφει την προκοπή ενός ανθρώπου, την αξιοσύνη
του, τον κόπο και τα αγαθά που κέρδισε και διατήρησε από την δουλειά του. Την
ικανότητα και την ιδιότητα που έχει να είναι τακτικός, προσεκτικός, συνετός. Η
λέξη «Νοικοκυραίοι», περιγράφει αυτό που εννοούν οι πολιτικοί όταν αναφέρονται
σε αυτούς.», λέει ο Καλαμούκης, που μάλιστα μου θυμίζει ότι ο Αλέξης
Τσίπρας το 2013 είχε δηλώσει «είμαστε κι εμείς νοικοκυραίοι».
Και σε εντελώς
πρόσφατο άρθρο:
Επειδή βλέπω πως κάποιοι μπερδεύουν τους νοικοκυραίους
με τους νοικοκύρηδες, το δεύτερο είναι προσόν, το πρώτο είναι αρρώστια.
Νοικοκυραίος δεν είναι ο νοικοκύρης.
Νοικοκυραίος είναι ο μικροαστός με φασίζουσες τάσεις.
Είναι αυτός που μισεί ό,τι δεν του μοιάζει.
Νοικοκυραίος δεν είναι αυτός που απλά φροντίζει την
οικογένεια του, κάνει την δουλειά του και γενικώς διάγει “ήσυχα” την ζωή του.
Ο όρος έχει μία πολύ συγκεκριμένη έννοια πολύ πέρα από
αυτά (που είναι μια χαρά προτεραιότητες στην ζωή).
Νοικοκυραίος είναι αυτός που επί χούντας πίστευε ότι
νταξ μωρέ, δεν είναι και τόσο κακά τα πράγματα, ψιλο-καλά πάμε.
Νοικοκυραίος είναι αυτός που όταν οι Γάλλοι στοίβαζαν
τους Εβραίους στο Velodrome έκλεινε τα παράθυρα για να μην ακούει, να μην
μυρίζει και να ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν άκουσε και μύρισε.